"Αναρωτιέμαι κι εγώ, λόγω της κρίσης, τι έχουμε και τι θα χάσουμε. Αλλά και παλιότερα αναρωτιόμουν γιατί να έχουμε τόσο συνδέσει τόσο πολύ την ευχαρίστηση με το χρήμα, γιατί το χρήμα να έχει γίνει κριτήριο αξιολόγησης προσώπων και πραγμάτων.
Θεωρώ "περιουσία" μου το ότι πρόλαβα να ζήσω κάποιες καταστάσεις που δεν υπάρχουν πια, και σας τις μεταφέρω: Η δεκαετία του 50, μετά τον πόλεμο, ήταν πολύ δύσκολη - για όλη την Ευρώπη, μου φαίνεται, αλλά σίγουρα για την Ελλάδα. Οι τότε νέοι εγκατέλειπαν μαζικά τα χωριά τους, τα οποία κόντεψαν να ερημώσουν ή και ερήμωσαν, για να μετεγκατασταθούν στην Αθήνα ή σε άλλα μεγάλα αστικά κέντρα. Τι κατάφεραν; Βρέθηκαν σε μια Βαβυλωνία (σας παραπέμπω στο θεατρικό έργο) και έζησαν καλύτερα, σύμφωνα με μια αντικειμενική θεώρηση, ουσιαστικά όμως δεν ξέρω πόσο καλύτερα. Θυσιάστηκαν για τις επόμενες γενιές, θα έλεγα, δημιουργώντας υποδομές, αλλά οι ίδιοι έζησαν συχνά με την πίκρα ότι ο γείτονας είχε περισσότερα και έδιναν υλικό για εκείνες τις μελοδραματικές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου.
Στο χωριό μου (και υποθέτω και στα άλλα χωριά της Ελλάδας, που έμοιαζαν όλα με οικισμούς ΚΑΠΗ) οι εναπομείναντες ζούσαν σε συνθήκες φτώχιας, με σημερινές τιμές αμφιβάλλω αν διέθεταν περισσότερα από 200 ευρώ το μήνα. Όμως, και εδώ είναι το μαγικό: ούτε μαράζωσαν, ούτε έχασαν το χαμόγελό τους. Έμαθαν (ή μάλλον ήξεραν ήδη) να ζουν σε λιτότητα και να εφευρίσκουν τρόπους να περνούν καλά. Ήταν πάντα -αναγκαστικά- πιο κοινωνικοί, αντάλλασσαν επισκέψεις, τα καλοκαίρια κάθονταν εν σειρά στα πεζούλια έξω από τα σπίτια τους και κουβέντιαζαν και τραγουδούσαν, και η βραδινή διασκέδαση ήταν ένας περίπατος στον κεντρικό δρόμο του χωριού, πέρα-δώθε και ξανά και ξανά, όπου έλεγαν καλησπέρες. Ο εκκλησιασμός απηχούσε ένα βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα αλλά αναγόταν και σε μια μορφή κοινωνικού event, και περίμεναν με λαχτάρα τα δυο-τρία πανηγύρια το χρόνο για να γλεντήσουν με την ψυχή τους. Αναγκαστικά δεν τους ένοιαζαν τα σινιέ ρούχα αλλά τους ένοιαζε να είναι καθαρά (και σιδερωμένα με το "βαποράκι") τα μπαλωμένα τους, αναγκαστικά δεν προβληματίζονταν για τι αυτοκίνητο θα αγοράσουν ή τι μοντέλο κινητού, αναγκαστικά δεν μπορούσαν να γεμίσουν τα άδεια σπίτια τους με είδη ντιζάιν. Αλλά σας βεβαιώνω ότι ένα κλωναράκι βασιλικού σε ένα ποτήρι -γιατί χρήματα για ανθοδοχείο δεν υπήρχαν- ήταν πανέμορφο.
Δεν θέλω να πω ότι ήταν όλα ειδυλλιακά, ειδικά αν έρχονταν ζόρικες καταστάσεις όπου το χρήμα ήταν πια απαραίτητο όχι για λόγους ματαιοδοξίας αλλά για λόγους ανάγκης, όμως χωρίς να το συνειδητοποιούν, ίσως, ζούσαν στο μεγαλείο της απλότητας. Πιθανότατα καλύτερα από τους μετανάστες που εξορίζονταν σε μακρινές συνοικίες της πόλης και ακόμα πιο πέρα (πρόλαβα τα Βριλήσσια σχεδόν ακατοίκητα) και που θλίβονταν με τα ανεκπλήρωτα όνειρά τους. Και οι μετανάστες, ωστόσο, ξέροντας από τα παιδικά τους για οικονομικούς περιορισμούς, έβρισκαν τις δικές τους λύσεις. Με τα σινεμαδάκια, τις ταβερνούλες και τα πάρτυ ρεφενέ. Απλά και ανθρώπινα, που άφηναν τελικά ένα συναίσθημα ικανοποίησης και πληρότητας.
Η δική μου γενιά μπορεί να στερήθηκε πράγματα στα παιδικά της χρόνια, όμως όταν ήρθε η σειρά μας να δουλέψουμε η οικονομία είχε στρώσει και οι συνθήκες ήταν καλές. Πήραμε πολύ μεγαλύτερους μισθούς από τους πατεράδες μας, πιστέψαμε πως πιάσαμε την καλή για πάντα και αυτήν την πεποίθηση μεταδώσαμε στις επόμενες γενιές - σφάλμα. Μείναμε σε καλύτερα σπίτια, αποκτήσαμε αυτοκίνητο, μάθαμε ξαφνικά να πίνουμε ουίσκυ, βγαίναμε τα βράδια, θέλαμε κοσμοπολίτικες διακοπές, ανακαλύψαμε και τον εξ ΗΠΑ εισαγόμενο σοσιαλισμό για να μειώσουμε τις καταναλωτικές ενοχές μας. Βγάλαμε τα απωθημένα μας, πήραμε ψηλά τον αμανέ και ως εξελιγμένοι δώσαμε στα παιδιά τα πάντα από πολύ νωρίς: χαρτζηλίκι, παιδεία, ελευθερία. Μαζί με αυτά, τους δώσαμε και την ψευδαίσθηση μιας "ποιότητας ζωής" που ανατράπηκε παταγωδώς. Πάρε παιδί μου δώρο ένα αυτοκινητάκι (αληθινό) που τέλειωσες το Γυμνάσιο... πάρε λεφτά να βγεις απόψε... να πας διακοπές... αλλά τώρα, ζήσε με 600 ευρώ το μήνα.
Και θα ζούσε κανείς με 600 ευρώ το μήνα και θα έβαζε και πείσμα για περισσότερα, και θα πρόκοβε και ο ίδιος και ο τόπος συνολικά. Το έχουμε ξαναδεί το έργο. Αλλά δεν έχει τη γνώση να το κάνει. Και εδώ είναι ο κόμπος.
Συμπαθάτε με για τη φλυαρία και κάπου πρέπει να καταλήξω, ναι; Το θέμα λοιπόν είναι ότι με το χρήμα περνάμε καλά, δεν λέω, αλλά δεν είναι το απόλυτο μέσο. Την αλήθεια θα τη δεις κατάματα σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου όπου τελειώνουν όλα και όπου δεν υπάρχει χώρος ούτε να παρκάρεις το ακριβό σου αυτοκίνητο, ούτε να φέρεις τα ντιζάιν σου, ούτε υπάρχει λόγος να φορέσεις τα σινιέ σου. Η αλήθεια δεν είναι "εκεί έξω" - είναι μέσα μας. "Εκεί έξω" είναι μια επιφανειακή, επίπλαστη πραγματικότητα εύκολα ανατρέψιμη. Έχουμε μάθει να εστιάζουμε εκεί. Όχι. Να ξαναμάθουμε να κοιτάζουμε μέσα μας, να ξεκαθαρίζουμε τις πραγματικές μας ανάγκες και να μην παρασυρόμαστε από τα φανταχτερά και τα όσα παίρνει ο άνεμος.
Συγγνώμη, δεν κάνω ηθικοπλαστικό μάθημα. Είναι αυτά που σκέπτομαι καθημερινά, όταν βλέπω πια ένα σπίτι γεμάτο με δήθεν που τίποτα δεν θα πάρω μαζί μου. Μη μας τρομάζουν λοιπόν οι κρίσεις, ο άνθρωπος είναι προσαρμοστικό ον. Η πολυτέλεια δεν μας είναι απαραίτητη. Μας είναι απαραίτητος ο εαυτός μας και μας είναι απαραίτητοι οι άλλοι - θα το διαπιστώσουμε όταν πάψουμε να τους βλέπουμε ως κομπάρσους στα βράδια μας και καθίσουμε στην πεζούλα πλάι τους".
Θεωρώ "περιουσία" μου το ότι πρόλαβα να ζήσω κάποιες καταστάσεις που δεν υπάρχουν πια, και σας τις μεταφέρω: Η δεκαετία του 50, μετά τον πόλεμο, ήταν πολύ δύσκολη - για όλη την Ευρώπη, μου φαίνεται, αλλά σίγουρα για την Ελλάδα. Οι τότε νέοι εγκατέλειπαν μαζικά τα χωριά τους, τα οποία κόντεψαν να ερημώσουν ή και ερήμωσαν, για να μετεγκατασταθούν στην Αθήνα ή σε άλλα μεγάλα αστικά κέντρα. Τι κατάφεραν; Βρέθηκαν σε μια Βαβυλωνία (σας παραπέμπω στο θεατρικό έργο) και έζησαν καλύτερα, σύμφωνα με μια αντικειμενική θεώρηση, ουσιαστικά όμως δεν ξέρω πόσο καλύτερα. Θυσιάστηκαν για τις επόμενες γενιές, θα έλεγα, δημιουργώντας υποδομές, αλλά οι ίδιοι έζησαν συχνά με την πίκρα ότι ο γείτονας είχε περισσότερα και έδιναν υλικό για εκείνες τις μελοδραματικές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου.
Στο χωριό μου (και υποθέτω και στα άλλα χωριά της Ελλάδας, που έμοιαζαν όλα με οικισμούς ΚΑΠΗ) οι εναπομείναντες ζούσαν σε συνθήκες φτώχιας, με σημερινές τιμές αμφιβάλλω αν διέθεταν περισσότερα από 200 ευρώ το μήνα. Όμως, και εδώ είναι το μαγικό: ούτε μαράζωσαν, ούτε έχασαν το χαμόγελό τους. Έμαθαν (ή μάλλον ήξεραν ήδη) να ζουν σε λιτότητα και να εφευρίσκουν τρόπους να περνούν καλά. Ήταν πάντα -αναγκαστικά- πιο κοινωνικοί, αντάλλασσαν επισκέψεις, τα καλοκαίρια κάθονταν εν σειρά στα πεζούλια έξω από τα σπίτια τους και κουβέντιαζαν και τραγουδούσαν, και η βραδινή διασκέδαση ήταν ένας περίπατος στον κεντρικό δρόμο του χωριού, πέρα-δώθε και ξανά και ξανά, όπου έλεγαν καλησπέρες. Ο εκκλησιασμός απηχούσε ένα βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα αλλά αναγόταν και σε μια μορφή κοινωνικού event, και περίμεναν με λαχτάρα τα δυο-τρία πανηγύρια το χρόνο για να γλεντήσουν με την ψυχή τους. Αναγκαστικά δεν τους ένοιαζαν τα σινιέ ρούχα αλλά τους ένοιαζε να είναι καθαρά (και σιδερωμένα με το "βαποράκι") τα μπαλωμένα τους, αναγκαστικά δεν προβληματίζονταν για τι αυτοκίνητο θα αγοράσουν ή τι μοντέλο κινητού, αναγκαστικά δεν μπορούσαν να γεμίσουν τα άδεια σπίτια τους με είδη ντιζάιν. Αλλά σας βεβαιώνω ότι ένα κλωναράκι βασιλικού σε ένα ποτήρι -γιατί χρήματα για ανθοδοχείο δεν υπήρχαν- ήταν πανέμορφο.
Δεν θέλω να πω ότι ήταν όλα ειδυλλιακά, ειδικά αν έρχονταν ζόρικες καταστάσεις όπου το χρήμα ήταν πια απαραίτητο όχι για λόγους ματαιοδοξίας αλλά για λόγους ανάγκης, όμως χωρίς να το συνειδητοποιούν, ίσως, ζούσαν στο μεγαλείο της απλότητας. Πιθανότατα καλύτερα από τους μετανάστες που εξορίζονταν σε μακρινές συνοικίες της πόλης και ακόμα πιο πέρα (πρόλαβα τα Βριλήσσια σχεδόν ακατοίκητα) και που θλίβονταν με τα ανεκπλήρωτα όνειρά τους. Και οι μετανάστες, ωστόσο, ξέροντας από τα παιδικά τους για οικονομικούς περιορισμούς, έβρισκαν τις δικές τους λύσεις. Με τα σινεμαδάκια, τις ταβερνούλες και τα πάρτυ ρεφενέ. Απλά και ανθρώπινα, που άφηναν τελικά ένα συναίσθημα ικανοποίησης και πληρότητας.
Η δική μου γενιά μπορεί να στερήθηκε πράγματα στα παιδικά της χρόνια, όμως όταν ήρθε η σειρά μας να δουλέψουμε η οικονομία είχε στρώσει και οι συνθήκες ήταν καλές. Πήραμε πολύ μεγαλύτερους μισθούς από τους πατεράδες μας, πιστέψαμε πως πιάσαμε την καλή για πάντα και αυτήν την πεποίθηση μεταδώσαμε στις επόμενες γενιές - σφάλμα. Μείναμε σε καλύτερα σπίτια, αποκτήσαμε αυτοκίνητο, μάθαμε ξαφνικά να πίνουμε ουίσκυ, βγαίναμε τα βράδια, θέλαμε κοσμοπολίτικες διακοπές, ανακαλύψαμε και τον εξ ΗΠΑ εισαγόμενο σοσιαλισμό για να μειώσουμε τις καταναλωτικές ενοχές μας. Βγάλαμε τα απωθημένα μας, πήραμε ψηλά τον αμανέ και ως εξελιγμένοι δώσαμε στα παιδιά τα πάντα από πολύ νωρίς: χαρτζηλίκι, παιδεία, ελευθερία. Μαζί με αυτά, τους δώσαμε και την ψευδαίσθηση μιας "ποιότητας ζωής" που ανατράπηκε παταγωδώς. Πάρε παιδί μου δώρο ένα αυτοκινητάκι (αληθινό) που τέλειωσες το Γυμνάσιο... πάρε λεφτά να βγεις απόψε... να πας διακοπές... αλλά τώρα, ζήσε με 600 ευρώ το μήνα.
Και θα ζούσε κανείς με 600 ευρώ το μήνα και θα έβαζε και πείσμα για περισσότερα, και θα πρόκοβε και ο ίδιος και ο τόπος συνολικά. Το έχουμε ξαναδεί το έργο. Αλλά δεν έχει τη γνώση να το κάνει. Και εδώ είναι ο κόμπος.
Συμπαθάτε με για τη φλυαρία και κάπου πρέπει να καταλήξω, ναι; Το θέμα λοιπόν είναι ότι με το χρήμα περνάμε καλά, δεν λέω, αλλά δεν είναι το απόλυτο μέσο. Την αλήθεια θα τη δεις κατάματα σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου όπου τελειώνουν όλα και όπου δεν υπάρχει χώρος ούτε να παρκάρεις το ακριβό σου αυτοκίνητο, ούτε να φέρεις τα ντιζάιν σου, ούτε υπάρχει λόγος να φορέσεις τα σινιέ σου. Η αλήθεια δεν είναι "εκεί έξω" - είναι μέσα μας. "Εκεί έξω" είναι μια επιφανειακή, επίπλαστη πραγματικότητα εύκολα ανατρέψιμη. Έχουμε μάθει να εστιάζουμε εκεί. Όχι. Να ξαναμάθουμε να κοιτάζουμε μέσα μας, να ξεκαθαρίζουμε τις πραγματικές μας ανάγκες και να μην παρασυρόμαστε από τα φανταχτερά και τα όσα παίρνει ο άνεμος.
Συγγνώμη, δεν κάνω ηθικοπλαστικό μάθημα. Είναι αυτά που σκέπτομαι καθημερινά, όταν βλέπω πια ένα σπίτι γεμάτο με δήθεν που τίποτα δεν θα πάρω μαζί μου. Μη μας τρομάζουν λοιπόν οι κρίσεις, ο άνθρωπος είναι προσαρμοστικό ον. Η πολυτέλεια δεν μας είναι απαραίτητη. Μας είναι απαραίτητος ο εαυτός μας και μας είναι απαραίτητοι οι άλλοι - θα το διαπιστώσουμε όταν πάψουμε να τους βλέπουμε ως κομπάρσους στα βράδια μας και καθίσουμε στην πεζούλα πλάι τους".
1 σχόλιο:
Η πραγματικότητα αδερφέ Δημήτρη είναι σκληρή και αμείλικτη....η νοσταλγία ίσως κρατήσει ένα επίπεδο, που ισως βοηθησει στο να κανουμε με πραξεις και οχι με λογια μια ζωη πιο ζεστη και ανθρωπινη...ολα ειναι κυκλος...
Δημοσίευση σχολίου