Σάββατο, Οκτωβρίου 14, 2023

Παρασκευή, Ιουλίου 14, 2023

Ρα­φα­ὲλ Μπάρ­ρετ (Rafael Barret): Κό­τες

 


σο δεν είχα στην κατοχή μου κάτι περισσότερο από το κρεβάτι και τα βιβλία μου, ήμουν ευτυχισμένος. Τώρα κατέχω εννιά κότες κι έναν κόκορα, και η ψυχή μου είναι διαταραγμένη.

Η ιδιοκτησία με έχει κάνει σκληρό. Εφόσον αγόραζα μια κότα την έδενα δυο μέρες σε ένα δέντρο, για να της επιβάλλω το σπίτι μου, καταστρέφοντας στην εύθραυστη μνήμη της την αγάπη για την παλιά της κατοικία. Επιδιόρθωσα το φράκτη της αυλής μου, με σκοπό να αποφύγω τη φυγή των πουλιών μου, και την εισβολή αλεπούδων με τέσσερα ή με δύο πόδια. Απομονώθηκα, ενδυνάμωσα το σύνορο, σχεδίασα μια διαβολική γραμμή ανάμεσα στο γείτονά μου κι εμένα. Χώρισα την ανθρωπότητα σε δύο κατηγορίες` εγώ, αφεντικό των κοτών μου, και οι υπόλοιποι που μπορούσαν να μου της πάρουν. Όρισα το έγκλημα. Ο κόσμος είναι για μένα γεμάτος από πιθανούς κλέφτες, και για πρώτη φορά έριξα μια εχθρική ματιά από την άλλη πλευρά του φράκτη.

Ο κόκοράς μου ήταν υπερβολικά νεαρός. Ο κόκορας του γείτονα πηδούσε το φράκτη και άρχιζε να κορτάρει τις κότες μου και να πικραίνει την ύπαρξη του κόκορά μου. Έδιωξα με πετρίες τον εισβολέα, αλλά πηδούσαν στο φράκτη και ξάπλωναν στο σπίτι του γείτονα. Απαίτησα τα αυγά και ο γείτονας με μίσησε. Από τότε έβλεπα το πρόσωπό του πάνω από το φράκτη, την ανακριτική και εχθρική ματιά του, ίδια με τη δική μου. Τα κοτόπουλά του περνούσαν το φράκτη και καταβρόχθιζαν το βρεγμένο καλαμπόκι  που διέθετα στα δικά μου. Τα ξένα κοτόπουλα μου φαίνονταν εγκληματίες. Τα κυνηγούσα και τυφλωμένος από τη μανία σκότωσα ένα. Ο γείτονας απέδωσε μεγάλη σημασία στην επίθεση. Δεν ήθελε να δεχτεί οικονομική αποζημίωση. Απέσυρε σοβαρά το πτώμα του κοτόπουλού του και αντί να το φάει, το έδειξε στους φίλους του, γεγονός με το οποίο άρχισε να κυκλοφορεί στο χωριό ο μύθος της ιμπεριαλιστικής μου βαρβαρότητας. Έπρεπε να ενισχύσω το φράκτη, να ενισχύσω την εγρήγορση, να αυξήσω, με μια λέξη, τον προϋπολογισμό μου για πόλεμο. Ο γείτονας διαθέτει ένα σκύλο αποφασισμένο για όλα` εγώ σκέφτομαι να αποκτήσω ένα περίστροφο.

Πού βρίσκεται η παλιά μου γαλήνη; 
Είμαι δηλητηριασμένος από την καχυποψία και από το μίσος. 
Το πνεύμα του κακού με έχει κυριεύσει. 
Πριν ήμουν ένας άνθρωπος. 
Τώρα είμαι ένας ιδιοκτήτης...



Παρασκευή, Μαΐου 20, 2022

Ad astra Vangelis


 

29 Μαρτίου 1943

17 Μαΐου 2022

Παρασκευή, Ιανουαρίου 14, 2022

Η Ανοιχτή Επιστολή Του Νικόλα Άσιμου Λίγο Καιρό Πριν Την Αυτοκτονία Του


Την παρακάτω επιστολή την έστειλε ο ίδιος ο Άσιμος στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, λίγο καιρό πριν την αυτοκτονία του. Το ’94 κυκλοφορούσε από χέρι σε χέρι στη Θεσσαλονίκη.


“Μήνυμα προς όλους, για όλα”

Μία είναι η βόλτα, μόνο μία, αυτή θα μας λευτερώσει.

Δε σταματάει αυτή η βόλτα, ούτε ποτέ της έχει αρχίσει.

Magic Theater fur fur.

Το μεγαλύτερο θέατρο στην ιστορία που καταργεί την ιστορία.

Εγώ που το έχω ξεκινήσει, έχω αναλάβει την ευθύνη.

Με ξέρουν όλοι οι σοφοί του κόσμου, κι όλοι οι καλλιτέχνες του πλανήτη. Στην αρχή υπήρξα μονάχος μου, τώρα υπάρχουν κι άλλοι πολλοί που μπήκανε στο θέατρό μας.

Ανθρώπους ψάχνουμε, όχι ιδεολογίες.

Ανθρώπους να χουν θάρρος, αγάπη, καλοσύνη.

Ανθρώπους που δεν είναι ψεύτες, ρηχοί και βολεμένοι, και ξέρουν να δίνουνε, όχι να ρουφάν και να εκμεταλλεύονται τους γύρω.

Ανθρώπους έστω με καρδιά.

Ας είναι δικηγόροι, παπάδες κι αστυνόμοι.

Ας είναι και χαφιέδες, κομμουνιστές, αναρχικοί, αρκεί να έχουν τόλμη να κρατήσουν ένα λόγο και να πούνε την αλήθεια.

Αν δε καταλαβαίνετε το θέατρό μας και μας κοροϊδεύετε ακόμα, δε φταίμε εμείς. Εμείς έχουμε τη γνώση. Αυτή που δεν έχουν όλοι μαζί οι κυβερνήτες, οι δικαστές και οι γιατροί.

Σας κολλάμε στον τοίχο μ’ ένα σελοτέιπ. 

Είμαστε καθαροί γι’ αυτό ζούμε μέσα στις υπόγες και χαρίζουμε. Δίνουμε παραστάσεις στην πλατεία και χαίρονται τα παιδάκια και δεν έχουμε λεφτά. Είμαστε αυτόδουλοι της καλοσύνης, ξέρουμε να δημιουργούμε και όχι να καταστρέφουμε. Ξενυχτάμε μέρα νύχτα και φτιάχνουμε μονάχοι τα όργανά μας.

Οι άλλοι σπάνε λάμπες και μπουκάλια, εμείς τα καθαρίζουμε με σκούπες.

Οι σκουπιδιάρηδες είναι μαζί μας και όλοι άνθρωποι του πλανήτη.

Ρωτήστε στην περιοχή των Εξαρχείων που μας ξέρει. Μας αγαπάνε όλοι. Ρωτήστε αν χρωστάμε τίποτα και σε κανέναν. Σε άλλους έχουμε δώσει παραπάνω.

Μπακάληδες, ψιλικατζήδες, περιπτεράδες, ταβερνιάρηδες μας εκτιμάνε. Χαρίζουμε το γέλιο, αγάπη και ευτυχία. Κάναμε τους γέρους να αισθάνονται παιδιά. Τα πρεζόνια να κόψουνε την άσπρη και να γελάνε.

Εγώ που το ‘χω ξεκινήσει δεν έδειρα ποτέ και πουθενά κανέναν.

Με έχουν περάσει απ όλα τα μπουντρούμια και το κορμί μου είναι γεμάτο πληγές. Τα όπλα μου είναι πιστολάκια και νταούλια απ’ αυτά που παίζουν τα παιδάκια, παίζει κι η μικρή μου κόρη.

Όταν όλοι εσείς κολλάτε αφίσες και γεμίζετε σκουπίδια την Αθήνα, εγώ σας πολεμάω με μια ζωγραφιά στο τοίχο του σπιτιού μου. Εκεί που ήταν βόθρος και μπάζα και ουρλιάζανε τα κομπρεσέρ. Εκεί μένω τώρα, τρία χρόνια μαζί με τη μικρή μου κόρη, φιλοξενώντας κι άλλους που δεν είχανε να φάνε ή που να κοιμηθούνε.

Και δε φοβάμαι να δώσω τη διεύθυνσή μου, την ξέρουν όλοι: ΑΡΑΧΩΒΗΣ 41, ΕΞΑΡΧΕΙΑ. Τώρα είμαι υποχρεωμένος να έχω παράπονα, να καταγγείλω κάτι προς όλους και για όλα.

Έμαθα πως συνεχίζονται οι διώξεις εναντίον μου. Πως βάλανε εισαγγελέα για να με βάλουνε ξανά στο ψυχιατρείο και να μου κάνουν ίσως και λοβοτομή. Είμαι υποχρεωμένος να με σώσω, καταγγέλω λοιπόν δημόσια.

Στις 6 Οκτωβρίου με πιάσανε έξω απ’ τον δρόμο του σπιτιού μου να παίζω θέατρο του δρόμου. Με σύρανε με τη μία στο αστυνομικό τμήμα, με δέσανε με χειροπέδες, μου σπάσαν τα πλευρά μου, με πήγαν στο Αιγινίτειο ψυχιατρείο, με είχανε δεμένο.

Εγώ τους έλεγα αλήθειες που δεν τις λένε τα βιβλία κι αυτοί με βγάλανε τρελό.’Εκανα ακόμη κι αυτούς που με χτύπησαν να γελάνε. Αντί να τηρήσουν ένα λόγο ότι πια δε θα μ’ αγγίξουν, με σύρανε δεμένο στο Δαφνί.

Στο χειρότερο μπουντρούμι με ξάπλωσαν, με ξαναχτύπησαν και μου κάνανε ενέσεις απ’ αυτές που σκοτώνουνε βουβάλια, παρ’ όλο που πάλι μου δώσανε λόγο ότι δε θα μ’ αγγίξουν και με πάτησαν στο χαλάκι και με βάλανε με τις χειρότερες ρουφήχτρες. Τους αρρώστους που προσπάθησαν να μου πάρουν το ρολόι και ότι άλλο είχα πάνω μου, ακόμη και το τελευταίο μου τσιγάρο.

Όλοι οι γιατροί του κόσμου δε τήρησαν ένα λόγο. Αλλά εγώ κατάφερα και βγήκα και είμαι ζωντανός. Σε λιγότερο από δυο μέρες κι απ’ το χειρότερο μπουντρούμι. Ας έρθουν οι ψυχίατροι μια βόλτα μαζί μου και θα τους δείξω.

Γιατί εγώ δεν είμαι τρελός. Ξέρω να θεραπεύω τους πάντες και τα πάντα, μ’ ένα τραγούδι, με μια καραμούζα, με ένα κουτί σπίρτα και με αγάπη.

Ευχαριστώ την Κατερίνα Γώγου που παράτησε το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και ήρθε. Ιδίως τον Διονύση τον Σαββόπουλο καθώς και τον φίλο μου ψυχίατρο, τον Δημήτρη Μαντούβαλο.

Πήγα χθες μονάχος στο αστυνομικό τμήμα, ρώτησα αν κατά λάθος άγγιξα κανέναν, μου είπαν όλο όχι.

Τους ζήτησα να μου δώσουν πίσω ένα μενταγιόν και μια καρφίτσα ανεκτίμητης αξίας (μου είναι χαρισμένα). Κάνανε ότι δε ξέρουνε και ούτε το σπασμένο χέρι μου δε τόλμησαν να μου σφίξουν. Ας μου τα δώσουν όλα πίσω και τους συγχωρώ όλους.

Αρκεί να σταματήσουν αμέσως τις ψεύτικες διώξεις. Αλλιώς θα εμφανιστώ μονάχος και θα σας προκαλέσω να με εκτελέσετε δημόσια σε μια πλατεία. Το προτιμάω, παρά το ψέμα, σταυρό ή κρεμάλα.

Τώρα εγώ βρίσκομαι αποσυρμένος στο προσωπικό μου νησάκι όπου κανείς δε μπορεί να πλησιάσει. Εδώ βλέπω και τη νύχτα και χρειάζεται να ξεκουραστώ και να θεραπεύσω και το πληγωμένο μου κορμί. Ταχυδρομώ αυτό το γράμμα στον πληρεξούσιό μου δικηγόρο, προς όλους και για όλα. Ακόμη και στους ψυχιάτρους και τον τυχόντα εισαγγελέα. Βοηθήστε με να επανέλθω στο κόσμο και να παίξω τη μουσική που δεν έπαιξα ακόμη. Κι ας μου σπάσανε τις κιθάρες και τα μηχανήματά μου. Δε ζητάω αποζημίωση, ένα μονάχα συγνώμη, εγώ ζήτησα χιλιάδες. Καλώ τους φίλους δημοσιογράφους που με ξέρουν όλοι. Τώρα που κινδυνεύω να δημοσιεύσουν το γράμμα, όλο, χωρίς περικοπές. Τόσες συναυλίες έχω δώσει και δε γράφτηκε γραμμή.

Κάντε το τώρα και σας συγχωράω. Πολεμήστε την αλήθεια, είναι αυτό που έχετε ξεχάσει.

Το μήνυμα της βόλτας είναι για όλους και για όλα.

Για όσους δε καταλαβαίνουν και με θεώρησαν τρελό, ας κάνουν το κόπο να μελετήσουν βιβλία.

Όπως το “1984” του Όργουελ, “τον λύκο της στέπας” του Έρμαν Έσσε, τις “ιστορίες δύναμης” του Δόν Χουάν, τον Ευριπίδη, τον Αισχύλο, τον Αριστοφάνη, την Αρχαία Ελληνική Μυθολογία για τον Διόνυσο, τον Πάνα, τον Ιάσονα και άλλους. Τη “δολοφονία του Χριστού” του Βιλχεμ Ράιχ, την Αποκάλυψη του Ιωάννη, τον Διγενή με το φανάρι, τη κατσαρίδα που έμαθε να πετάει. Ή ας διαβάσουν το βιβλίο μου “Αναζητώντας Κροκάνθρωπους” και πολλά άλλα, Ζεν και Γιόγκα, ακόμη και τον Αϊνστάην.

Εγώ τα κάνω πράξη κάθε μέρα και στον δρόμο .Ενεργοποιηθείτε και θα σας αθωώσω. Αλλιώς ο άγγελος του κόσμου το είπε και θα το κάνει. Θα φύγει και θα σας αφήσει να περπατάτε μπουσουλώντας ή θα σας κολλήσω τη χειρότερη βρισιά που λέω.

ΕΙΣΤΕ ΜΠΟΥΜΠΟΥΝΕΣ.

Καλώ και τον Μίνω Βολανάκη να έρθει και να μας σφίξει το χέρι. Εμείς κάνουμε συμβάντα και χάπενινγκ και όχι αυτός στα Βραχιά.

Ευχαριστώ μετά τιμής

Και όλο το magic theater fur fur

Υ.Γ. Ξεκουνηθείτε όμως αμέσως!

Ή αλλιώς πάτε μια βόλτα μέχρι το Πολυτεχνείο που εκεί είναι εκείνο το κεφάλι που προσκυνάτε όλοι.

Κάντε τον κόπο και σκύψτε να διαβάσετε:

“Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία”

Κάτω δεξιά είναι γραμμένο. Του Ανδρέα Κάλβου είναι.

Ή πάτε μια βόλτα μέχρι τον τάφο του Νίκου Καντζατζάκη, κάτι γράφει:

”Δεν έχω τίποτα να χάσω. Είμαι ελεύθερος”

Ναι αυτός είμαι. Είμαι τα πάντα και τίποτα δεν είμαι.

ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ ΜΗ ΜΟΝΑΝ ΟΨΙΝ

Νικόλας Άσιμος

Κυριακή, Οκτωβρίου 24, 2021

«Che fece …. il gran rifiuto»

 


Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα

που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Οχι

να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τόχει

έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα

πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.


Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει.

Αν ρωτιούνταν πάλι, όχι θα ξαναέλεγε.

Κι όμως τον καταβάλλει

εκείνο το όχι — το σωστό — εις όλην την ζωή του.


che fece per vilta il gran rifiuto (= που, από δειλία, έκανε τη μεγάλη άρνηση). Παίρνοντας αφορμή και αξιοποιώντας το συγκεκριμένο στίχο του Δάντη, αφού «αποκρύψει» το «per vilta» (=από δειλία), αναπλαισιώνει το περιεχόμενό του. Θέτοντας το στίχο ως τίτλο, δίνει τις δικές του προεκτάσεις με ένα ποίημα έντονα δραματικό που αποπνέει τη θλίψη της εξομολόγησης ενός ανθρώπου που νιώθει ότι αναμετράται με τη συμβατική ζωή, και που συνειδητοποιεί τη δειλία του για να συγκρουστεί μ΄αυτήν και να απεξαρτηθεί από την καταπίεσή της. Ο Καβάφης δημιουργεί, άλλη μια φορά, ένα μετεωρισμό αυτογνωσίας για κείνον και για όλους μας.

    Ερμηνεύοντας ο Σεφέρης το στίχο του Δάντη, βρίσκει, χρησιμοποιώντας σχεδόν απαξιωτικό λόγο, την καβαφική χρήση του άστοχη και απορρίπτει το συγκεκριμένο ποίημα ως δείγμα στόμφου και κούφιου αισθηματισμού: «Che fece… il gran rifiuto (1901). Από τα ποιήματα του Καβάφη που μ’ ενοχλούν πραγματικά· πρώτα γιατί δε μου μεταδίνει κανένα αίσθημα· έπειτα, γιατί άκουσα τόσους και τόσους να το απαγγέλνουν με το στόμφο εκείνων που δεν ξέρουνε τι λένε· θαρρείς πως ο καθένας μπορεί να το γεμίσει με όλα τα ναι και τα όχι που του έλαχαν στο μεροκάματό του.Υπάρχει ένας υποδεέστερος αισθηματισμός στην αρχή του έργου του Καβάφη· θα ήταν κάπως φτενό το έργο του, αν έμενε έτσι ως το τέλος. Το μεγάλο Ναι και το μεγάλο Όχι δίνουν έναν ήχο αρκετά κούφιο· εννοώ το ποίημα χωρίς τον τίτλο·δυστυχώς υπάρχει και ο τίτλος, και το επιβαρυντικό είναι ότι ο Καβάφης απαιτεί να προσέχουμε και το παραμικρό τυπογραφικό σημείο· όχι μόνο οι τίτλοι, αλλά και ένα κόμμα έχουν οργανική σημασία υποχρεωτικά για τον αναγνώστη. Ο τίτλος αυτός είναι ένας στίχος του Δάντη παραμορφωμένος, που ανήκει στην ακόλουθη περικοπή της Κόλασης (III, 52-64)……Οι ψυχές που έκαναν τη μεγάλη άρνηση είναι οι πιο καταφρονεμένες απ’ όλες που βλέπουμε σ’ ολόκληρη την Κόλαση. Όχι οι πιο κολασμένες ή οι πιο βασανισμένες -οι πιο καταφρονεμένες. Είναι οι ψυχές των αδιάφορων, των χλιαρών, των λαγόψυχων, των αμέτοχων, των ουδέτερων· εκείνων που έζησαν “χωρίς ψόγο και χωρίς έπαινο” (στ. 36), γιατί αρνήθηκαν να πράξουν και το καλό και το κακό· τους αποστρέφεται και ο Θεός και ο Σατανάς (στ. 63). Δεν τους καταδέχεται ούτε καν η Κόλαση (στ. 41), γιατί μπροστά τους οι κολασμένοι θα ένιωθαν κάποιαν υπερηφάνεια, κάποια δόξα (στ. 42). Είναι έξω από την ιεραρχία των ανθρωπίνων παθών που είναι η Κωμωδία, είναι στο περιθώριο, δεν περνούν τον Αχέροντα· είναι στο περιθώριο της ζωής και του θανάτου· ποτέ τους δεν ήταν ζωντανοί. Αυτό είναι το νόημα και το αίσθημα “της μεγάλης άρνησης” για τον Δάντη· αυτό μεταδίνει στον αναγνώστη που τον εδιάβασε με κάποια προσοχή. Εκείνοι που την έκαμαν δε λένε ούτε ναι ούτε όχι, γιατί είναι ένα νεκρό σημείο, και για να πεις ναι ή όχι, μεγάλο ή μικρό, πρέπει να μην έχεις κάνει την άρνηση της ζωής-

    Φανερώνεται αμέσως όποιος το χει έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.  Αλλα το ναι δε σημαίνει διόλου τιμή. Το ναι, όπως το εκφράζει ο Δάντης, μπορεί να είναι ναι και στην αμαρτία και στην ατιμία, όπως και στην αρετή και στην αγιοσύνη. Έτσι, το μόνο νόημα που μπορεί να έχει το ποίημα του Καβάφη είναι ένα μεγάλο όχι στη ζωή. Δεν πιστεύω να το θέλησε αυτό. Φυσικά, θα μ’ απαντήσουν, άλλο το νόημα του Δάντη και άλλο του Καβάφη, Ίσως· αλλά, τότε, γιατί ο ίδιος ο Καβάφης με καταναγκάζει σ’ αυτή την κουραστική ανάλυση μ’ αυτό τον ανοικονόμητο τίτλο του; Είναι λίγο υπερβολικό, νομίζω, να έχει την απαίτηση να τον ακούμε όταν αυτός ή οι Σιδώνιοι νέοι του μας διαβάζουν στρεβλά ένα μεγάλο ποιητή. Γι’ αυτό λέω πως τους στίχους του Φλωρεντινού τους χρησιμοποίησε αστόχαστα, όπως χρησιμοποιούμε κάτι εξ ακοής, ή όπως ίσως τους άρπαξε από κανένα προραφαηλιτικό κείμενο. Πάντως δε μοιάζει να ήξερε για τι μιλούσε. Είναι αξιοπρόσεχτο για έναν άνθρωπο που, αργότερα τουλάχιστο, είχε τόση μανία να εξακριβώνει. Το “Che fece…” είναι η μοναδική περίπτωση όπου χρησιμοποιεί ξενόγλωσσο συγγραφέα».

--------------------------------

Το συγκεκριμένο ποίημα με τον τίτλο: Che fece… il gran rifiutoείναι ένα έργο που αντιπροσωπεύει και απευθύνεται στον καθένα από εμάς ξεχωριστά. Ο τίτλος του είναι παρμένος (αλλά και σκόπιμα παραλλαγμένος) από το έργο «Η κόλαση» του Ιταλού Δάντη: che fece per viltà il gran rifiuto = αυτός που από φόβο είπε το μεγάλο όχι/ αυτός που έκανε από δειλία την μεγάλη άρνηση. Ο Καβάφης παραλείπει σκόπιμα την φράση: από φόβο, καθώς στο συγκεκριμένο έργο η «μεγάλη άρνηση» παρουσιάζεται ως κάτι καλό, ως ένα όχι που πρέπει να λέγεται.

Σε μερικούς ανθρώπους λοιπόν έρχεται μια μέρα που πρέπει να πουν ή το μεγάλο ναι ή το μεγάλο όχι. Αμέσως γίνεται αντιληπτή με την λέξη μερικούς πως οι μετέπειτα διατυπώσεις δεν αφορούν όλους τους ανθρώπους. Σαφέστατα δεν έχουν όλοι την ευκαιρία να πάρουν μία μεγάλη απόφαση, γιατί υπάρχουν πολλοί που δεν την κυνηγούν ή άλλοι που έχουν αφήσει την ζωή τους να κυλά χωρίς να περιμένουν κάτι από αυτήν. Στους άλλους ανθρώπους όμως, που παλεύουν για τα όνειρά τους και τους στόχους τους, έρχεται αυτή η μέρα που πρέπει να αποφασίσουν κάτι σπουδαίο, να απαντήσουν σε ένα μεγάλο δίλημμα ή σε μια δύσκολη πρόταση.

Φανερώνεται αμέσως όποιος τόχει έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντας το πέρα πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του. Φανερή είναι σε αυτό το σημείο η ειρωνεία και η κεκαλυμμένη «επίπληξη» θα λέγαμε του ποιητή προς τους ανθρώπους που από μέσα τους αβίαστα πηγάζει ένα Ναι. Αυτοί ακολουθώντας ενδεχομένως μόνο τα ένστικτά τους και μη έχοντας μάθει να ξεχωρίζουν τις ευκαιρίες που τους δίνονται και να τις αξιολογούν, τηρούν πάντοτε μια συγκεκριμένη πορεία πλεύσης φοβούμενοι την αποτυχία μιας άρνησης.

Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι όχι θα ξαναέλεγε. Σε πλήρη αντιδιαστολή λοιπόν με τους ανθρώπους του Ναι, οι άνθρωποι του Όχι φαίνονται πλήρως αποφασισμένοι και σίγουροι για την επιλογή τους. Έχουν σκεφτεί καλά όλες τις πτυχές της απάντησής τους και είναι έτοιμοι να δεχτούν τις συνέπειες. Δεν μετανιώνουν όπως ακριβώς δεν μετανοιώνει ο κάθε συνειδητός και λογικά σκεπτόμενος άνθρωπος που έχει ζυγίσει τα υπέρ και τα κατά της απόφασής του.

Κι όμως τον καταβάλλει εκείνο τ’ όχι -το σωστό- εις όλην την ζωή του. Σε αυτό το σημείο γίνεται για ακόμη μία φορά μια αντίθεση: καταβάλλει ≠ σωστό. Ο Καβάφης δεν χρησιμοποιεί ένα ηπιότερο ρήμα όπως το ακολουθεί, ή το συνοδεύει αλλά τοποθετεί στην θέση αυτή το καταβάλλει. Το ρήμα καταβάλλω έχει αναμφίβολα αρνητική χροιά και συνώνυμά της είναι μεταξύ άλλων τα ρήματα: καταπονώ, κάμπτω, κουράζω ψυχικά, ισοπεδώνω. Αμέσως προκύπτει το εύλογο ερώτημα: πώς γίνεται να μας καταβάλλει κάτι που είναι σωστό; Πράγματι αυτή η φαινομενικά δυσνόητη αντίθεση έχει μια πολύ λογική βάση. Με ένα μεγάλο όχι, κλείνουμε ουσιαστικά μια πόρτα, αφήνουμε πίσω μας μια ίσως μεγάλη ευκαιρία. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα πως αυτή η μεγάλη ευκαιρία θα ήταν η καλύτερη για την ζωή μας και για εμάς τους ίδιους. Πολλές φορές φτιάχνουμε το μέλλον μας αξιοποιώντας μικρότερες ευκαιρίες και άλλες περιμένουμε την ιδανικότερη και κατάλληλη ευκαιρία για να πάρουμε μια τόσο σπουδαία απόφαση. Αυτό που ουσιαστικά καταβάλλει έναν άνθρωπο που είπε το μεγάλο και το σωστό όχι, είναι το μεγάλο Ναι που κρυβόταν πίσω του, το τι θα γινόταν δηλαδή εάν απαντούσε θετικά στο δίλημμα αυτό. Αυτό το άγνωστο που ενυπάρχει πάντα πίσω από τα μεγάλα «σταυροδρόμια» που συναντάμε και που κάθε φορά που το σκεφτόμαστε υποκύπτουμε στην περιέργειά μας. Και πράγματι αυτού του είδους η περιέργεια είναι αυτή που ουσιαστικά μας ταλαιπωρεί και που εάν δεν την αποβάλλουμε από την ζωή μας, εμφανίζεται μπροστά μας συνέχεια, για να «ξύσει τις πληγές μας» και για να ωθήσει την φαντασία μας να σχηματίσει την λύση που τότε δεν είχαμε συνειδητά ή ασυνείδητα επιλέξει.

Το βαθύτερο θα λέγαμε νόημα του ποιήματος είναι άκρως συναισθηματικό ενώ οι φράσεις και η δομή του, έχουν τα θεμέλιά τους βαθιά στην λογική. Απευθύνεται στον καθένα ακριβώς γιατί ο καθένας θα μπορούσε να έρθει σε αυτήν την θέση μελλοντικά. Απευθύνεται ακόμη και σε αυτούς που έχουν ήδη περάσει από αυτό το δύσκολο σημείο στην ζωή τους και έχοντας νιώσει όλα τα συναισθήματα που το χαρακτηρίζουν, θυμούνται μέσω του ποιήματος πως έπραξαν σωστά.

Ο Καβάφης δεν κατηγορεί τους ανθρώπους του Ναι παρ΄ όλο που τους επιπλήττει. Σέβεται και εκτιμάει και τις δύο διαδρομές-επιλογές των δύο κατηγοριών πράγμα που φαίνεται από το αρχικό κεφαλαίο γράμμα των λέξεων Ναι και Όχι. Το τι θα επιλέξει ο κάθε άνθρωπος είναι ξεκάθαρα δική του επιλογή και δεν αφορά κανέναν άλλον πέραν αυτού. Φανερώνεται όμως μέσα από το ποίημα αυτό η αδυναμία- θα λέγαμε- του ποιητή στους ανθρώπους που τολμούν να αρνηθούν και αυτό όχι τόσο για το θάρρος της απόφασής τους, όσο για την επίπονη σκέψη που κατέβαλλαν για να καταλήξουν σε μια επίσης επίπονη απάντηση. Αυτή η αδυναμία εξάλλου φαίνεται πίσω από τον έκτο στίχο: ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Αυτός που αρνείται, λοιπόν, δεν μετανοιώνει. Τι γίνεται όμως με αυτόν που αποδέχεται; Αυτό το υπονοούμενο αφήνει σκόπιμα να αιωρείται ο Καβάφης ακριβώς για να μην θίξει όλους αυτούς που λένε Ναι σε ένα μεγάλο δίλημμα. Εξάλλου μπορούμε να αναγνωρίσουμε πως ακόμα και αν πει κάποιος ναι σε κάτι δεν σημαίνει ότι πρέπει να γίνει αντικείμενο αρνητικής κριτικής. Αντίθετα είναι πολύ σπουδαίο από μόνο του το γεγονός πως ήρθε γι΄αυτόν η μέρα να πει ένα μεγάλο Ναι ή ένα μεγάλο όχι. Αυτό δεν μπορεί να το αναιρέσει κανείς.


Σάββατο, Σεπτεμβρίου 25, 2021

"Δέηση Πόντου"


«Οσπίτ’ που ’κ’ έχτ’σεν και κορίτσ’ που ’κ’ υπάντρεψεν, μη λέει έρθα σον κόσμον…». Aέτσ’ έλεγαμε σον καιρόν εμουν.Ζεις…Ευτάς παιδία…Δουλεύ’ς να τρανύντς ατα…Τρως την ψ̌η σ’ απέσ’ σα χωράφι͜α να πολεμάς με τα χώματα και τα λιθάρι͜α… Για τ’ όποιον; Για τ’ έναν τσίρταν και μαναχόν…Για τ’ εκείνον την ώραν που, καθισμένος σ’ έναν άκραν, ελέπ’ς τα μουράτι͜α σ’ να πλερούντανε, σπογγίεις τα δάκρυ͜α σ’ και λες: «νυν απολύεις τον δούλον σου…»

Το οσπίτ’ ντο έχτ’σα ’κ’ εχάρα το. Και ντο οσπίτ’ πα! Γαζαρμάν τεΐ! Έναν εβδομάδαν επέγ’ναν κι έρχουσαν ση μεσι͜άν οι χουζαρτσ̌ήδες να ετοιμάζ’νε την κερεστέν και ξαν ’κ’ εκανέθεν για να στεγάζομ’ ατο. Δύο ταπαχάδες οσπίτ’. Κι ολόερα παράσπιτα, μαντρία κι αχͮερώνι͜α και ξεραντέρι͜α… Τ’ οσπίτ’ ντο έχτ’σα ’κ’ εχάρ’ ατο. Και ούτε έκλαψ’ ατο πα. Έρθαν τ’ άλλα κι εκαπάτεψαν εκείνο το τέρτ’ κι εποίκαν ατο να ανασπάλκεται σαν να μη έτονε καμίαν. Τ’ εμέτερον το τυχερόν αΐκον έν’, να έρχουν πάντα τα γενία τα βάσανα και κρεμίζ’νε τα παλαιά!

Εκείνο την ημέραν εσ’κώθα σύννυχτα, ’κ’ επόρεσα να κοιμούμαι! Εμελέσσεψεν τ’ οσπίτ’ ας σοι φίλτς και ας σοι συ’ενούς που έρθαν ας σα χωρία για να τιμούνε μας… Άμον δονάρ’ επέγ’ναν κι έρχουσαν οι νυφάδες κι οι παρανυφάδες ντο εβοήθαναν… Ετέρεσα ας σο παράθυρον. Έβραζαν ση σειρι͜άν τα χαλκά ντο έστεσαμε για να φάζομε τον κόσμον! Κι η αυλή εμούν γομάτον λαόν. Ατόσον λαόν καμίαν ’κ’ είδα μαζεμένον σ’ έναν μέρος…. Αρ’ ατό έν, είπα εγώ εμέν: χαλάλ! «Νυν απολύεις τον δούλον σου Δέσποτα…».

Εξέβα σο παλκόν κι ετέρεσα σο πέραν κιάν’ να ελέπω τα άλογα. Με τ’ άλογα θα έρχουσαν. Αΐκον ατι͜άτ έτονε…Είκοσ’ άλογα αλάι εχπάστανε. Αέτσ’ είπανε. Από κάποτες εφάνθανε… Σον ουρανόν το τόζ’ ας σα ποδαρέας ατουν! Κι εμείς ετέρναμε κι εθαμάουμες κι ενεμέναμε τ' αλάϊ…Ποίον αλάϊ; Εταγιανεύταν σην τισ̌-καπίν…Άμα…Άμα…Ατό ’κ’ έτον τ’ αλάϊ ντ’ ενεμέναμε… Ατείν’ ’κ’ έσανε γαμπροί και συμπεθέρ’. Ατείν ’κ’ έσανε αθρώπ’! Οφίδι͜α τρικέφαλα! Τέρατα της κολάσεως καβαλκιασμένα σ’ άλογα…Άμον μαύρα σ̌κυλία ερρούξανε απάν’ σον λαόν κι εταούτεψαν ατον….Εποταμίεν το αίμαν απέσ’ σην αυλή μ’. Κι ο γάμον ο βασιλι͜ακόν εγέντονε θρήνος και λιτανεία…..

Άρον τον άρον εκατήβα τα σκάλας. Εστάθα εμπροστά ’τουν κι έσκωσα τα χͮέρι͜α μ’…. «Θεόν άμα πιστεύετεν, άλλο μη προχωράτεν», είπ’ ατ’ς…. «Θεός πα έν’ και ελέπ’ μας…..». ’Κι ’ξέρω ντο έντονε, ποίος εντώκε με… Όνταν ένοιξα τ’ ομμάτι͜α μ’, είδα την αυλή μ’ έρημον και το λαόν ταουτεμένον… Εκάπνιζαν ακόμαν τ’ αψίματα και τα χαλκά τι͜αβιρεμένα και τα φαΐα ’κχͮυμένα κα να τρέχ’νε απέσ’ σα αίματα! Κι ατότες είδ’ ατεν…Το κορίτσι μ’, τη μονάκριβεσσαν τη θι͜αγατέρα μ’, που τόζ’ απάν ατ’ς ’κ’ εκοντούρευαμε και ’κ’ ένοιαμε τα παράθυρα να μη ελέπει͜ ατεν ο ήλιον… Να τερεί άμον χαμένον ζων, έναν εύκαιρον τέρεμαν, έναν κορμίν χωρίς ζωήν… Και εκείνο τ’ άσπρον το παζαρλούχ’ν ατ’ς βαμμένον κόκκινον σο αίμαν! Όνταν ενόϊσεν τερώ ατεν, έκλωσεν τ’ ομμάτι͜α τ’ς να μη ελέπ’ με….
Εγροίκ’σα….
Απ’ ατότε κιάν’, ’κ’ επορώ να ανασπάλω εκείνο το τέρεμαν…. Κι αδά πα που έρθαμε, όνταν γίνεται χαράν κι ακούγω να κρούγ’νε ταούλι͜α, έρ’ται σο νου μ’ εκείνο το εύκαιρον το τέρεμαν… Κι ατότε παίρω το κιφάλι μ’ και πάγω χάμαι σ’ έναν ερημίαν να μη ελέπω άθρωπον…. Να απομένω μαναχός, εγώ με το Θεόν ντο εδίκεσε με, να επορώ κι ευρήκω τη δύναμην και σ’κώνω το κιφάλι μ’ σον ουρανόν κι ερωτώ -γ- ατον: «Γιατί Θεέ μ’, Γιατί;»

"Δέηση Πόντου" (Μονή Λαζαριστών, 20/9/2021

Τιμή στον Εθνομάρτυρα Νίκο Καπετανίδη

https://www.facebook.com/dimitris.piperidis.7


Κυριακή, Μαΐου 23, 2021