" Δεν προχωρούμε. Πίσω πάλι στους παλιούς δρόμους, φορτωμένους
από το πάθος μου, το πάθος όπου φύτρωσε τούτες τις ρίζες του πόνου
στα πλευρά μου από την εποχή της λογικής-κι ανεβαίνει στον ουρανό,
με κατακερματίζει, με γυρίζει ανάποδα, με παρασύρει.
Η ύστατη αγνεία κι η ύστατη δειλία. Ειπώθηκε. Να μη φανερώνω τις
αδυναμίες μου και τις αηδίες μου στον κόσμο. Εμπρός. Η πορεία, το φορτίο,
η έρημος, οργή και πλήξη.
Σε ποιόν να πουληθώ;
Ποιό θηρίο να λατρέψω;
Ποιά ιερή εικόνα καταπατιέται;
Ποιές καρδιές να συντρίψω;
Ποιά ψέμματα ν'ασπαστώ;
Σέ ποιό αίμα νά τσαλαβουτήσω;
Καλύτερα να μην μπλέξεις με την εξουσία.
Η αχα'ί'ρευτη ζωή,η τέλεια αποχτήνωση,-με λιπόσαρκο
χέρι να σηκώσω το καπάκι της κάσσας,νά
κάτσω,να πάω απ'ασφυξία.
Ούτε γεράμματα έτσι,ούτε κίνδυνοι:δέν είναι ο
τρόμος Γάλλος.'Α!Τόσο ολοκληρωτικά παραπεταμένος
είμαι ώστε προσφέρω σ'όποιο είδωλο τ'ορμεμφυτο
μου για την κατάχτηση της τελειότητας.
'Ω,αυταπάρνηση μου,ώ θεσπέσια φιλευσπλαχνία
μου.Κι όμως,εδώ κάτω.
De profundis,Domine,
Τί ζώο είμαι.
Πάνω σε δημοσιές,κάτω απ΄τη νύχτα του
χειμώνα,δίχως σκεπή,δίχως κουρέλι,δίχως ψωμί,ένας
φθόγγος έσφιγγε την παγωμένη καρδιά μου.
<<Τόλμη ή δειλία!τόλμη,για σέ.
Δέν ξέρεις πού και γιατί τρέχεις.
Έμπα παντού,αποκρίσου σ'όλα.
Άν γίνεται νά σκοτώσουν ένα πτώμα,τότε να
φοβάσαι μήπως σε σκοτώσουν>>.
Το πρωί το βλέμμα μου είχε χαθεί στ'άπειρο κι η
όψη μου είχε τόσο αδειάσει ώστε κι'άνμε κάποιον
αντάμωσα δεν θα με παρατήρησε.
Στις πόλεις,ο βόρβορος έλαμπε έξαφνα κόκκινος
και μαύρος,πανόμοιος με καθρέφτη αντανακλώντας
την φλόγα λάμπας από δωμάτιο σε δωμάτιο,σαν
θησαυρός σε δάσος.
Καλή τύχη,κραύγαζα γοερά,κι'αντίκρυζα ένα
πέλαγο γεμάτο καπνό και λάμψη στον ουρανό και
δεξιά κι'αριστερά λαμπάδιαζαν τά πλούτη του κόσμου
σαν ένα δισεκατομμύριο κεραυνοί.
Αλλά το όργιο κι'η συντροφιά των γυναικών μου
άσαν απαγορευμένα.
Σύντροφος κανένας.
Είδα τον εαυτό μου κυκλωμένο από ένα λυσσασμένο
πλήθος αντίκρυ στο εκτελεστικό απόσπασμα,
νά οδύρομαι απο δυστυχία γιατί δεν μπορούσαν νά
με νοιώσουν,όμως συγχωρώντας τους-σ΄σαν τήν
Ιωάννα Ντ'Αρκ! "
Arthur Rimbaud
Γεννιόμαστε μαζί με τούς νεκρούς:
Δες, επιστρέφουν, και μάς φέρνουν μαζί τους.
Ή στιγμή τού τριαντάφυλλου κι ή στιγμή τού σμίλακα
Είναι μιας ίσης διάρκειας. Ένας λαός χωρίς 'Ιστορία
Δεν εξαγοράζεται απ' το χρόνο, γιατί ή 'Ιστορία είναι ένα σχέδιο , από άχρονες στιγμές. Έτσι, καθώς το φως εξασθενίζει
Ένα χειμωνιάτικο απομεσήμερο, σε κάποιο απόμερο παρεκκλήσι .
Με την έλξη τής Αγάπης τούτης και τη φωνή τού Καλέσματος αυτού
Δε θα πάψουμε να εξερευνούμε
Κι όλης μας τής εξερεύνησης το τέλος
Θα 'ναι να φτάσουμε εκεί απ' όπου ξεκινήσαμε
Και να γνωρίσουμε για πρώτη μας φορά το μέρος.
Μες από την άγνωστη, στη μνήμη χαραγμένη πύλη
Όταν το στερνό κομμάτι γης πού απόμεινε για ν' ανακαλυφθεί είναι εκείνο πού ήταν ή αρχή'
Στην πηγή τού μακρύτερου ποταμού
Ή φωνή τού κρυμμένου καταρράχτη
Και τα παιδιά στη μηλιά
τ άγνωστα, επειδή δεν τα ζητήσαμε
Αλλά ακουστά, μισό-ακουστά, μέσα στην ησυχία
Ανάμεσα σε δύο κύματα τής θάλασσας.
Γρήγορα λοιπόν, εδώ, τώρα, πάντοτε
Μια κατάσταση απόλυτης απλότητας
(Κοστίζοντας όχι λιγότερο απ' το καθετί)
Κι όλα θα πάν καλά και
Το καθετί θα πάει καλά
.Όταν προς τα μέσα διπλωθούν οι γλώσσες τής φλόγας
Μέσα στο σταυρόκομπο τής φωτιάς
Κι ή φωτιά και το ρόδο γίνουν ένα.
T.S. ELIOT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου