Ραδιοφωνική συνέντευξη του Χρύσανθου που δόθηκε στον κ.Σάββα Μαυρίδη στις 11-9-2001 στον σταθμό της ΕΡΤ 3 και την εκπομπή «Αναστορώ τα παλαιά», των βραχέων κυμάτων.Καθώς ο διάλογος είναι μακρύς, έγινε μια επιλογή ως προς τα αναφερθέντα.
Σ. Μ.: Πόσα χρόνια έχουν συμπληρωθεί με την δημόσια παρουσία σου στο ποντιακό
τραγούδι;
Χ. Θ.: Το ξεκίνημα έγινε το 1951, πενήντα χρόνια πριν, ραδιόφωνο, διότι τότε
ζούσα στην Αθήνα και άρχισα ραδιόφωνο από 4η Γυμνασίου.
Σ. Μ.: Μαζί σου βέβαια και θα πρέπει να το αναφέρουμε, υπήρχε και κάποιος
παράλληλος συνοδοιπόρος, ο αείμνηστος... το όνομα θα το αναφέρεις εσύ...
Χ. Θ.: Ναι! Ο Γώγος Πετρίδης, που τον μετονόμασα σε Πατριάρχη της Λύρας!
Ξεκινήσαμε μαζί από το 1959 εδώ στη Θεσσαλονίκη. Τότε τραγουδούσαμε και στο
ραδιόφωνο και στον έναν και στον άλλον. Των ενόπλων δυνάμεων και τον
πολιτικό... δε θυμάμαι πως τον λέγανε. Η συνεργασία μας κράτησε τέσσερα χρόνια,
μετά διακόψαμε για διάφορους λόγους και επανασυνδέσαμε τις συνεργασίες μας το
1960, το 1963 διακόψαμε και το 1969 πάλι ξεκινήσαμε μαζί.
Σ. Μ.: Σε τι χώρους;
Χ. Θ.: Σε κέντρα ποντιακά. Το πρώτο ήτανε του Ασλανίδη του Παναγιώτη του
πατέρα το 1959. Ήταν καφενείο και τις Κυριακές το έκανε σαν κέντρο
διασκέδασης. «Ο Καναδάς» το λέγανε. Μετά, το 1960 στη γειτονιά που μένω τώρα
στην Πολίχνη το κέντρο ''Μεταξά'' που ήταν το πρώτο κανονικό ποντιακό μαγαζί.
Σ. Μ.: Ας έρθουμε τώρα σε κάποια βιογραφικά σας στοιχεία. Από τον Πόντο, από
την πατρίδα και στη συνέχεια η εγκατάσταση στην Ελλάδα, Αθήνα και
Θεσσαλονίκη... πες μας δυο λόγια...
Χ. Θ.: Εγώ κατάγομαι από την Οινόη, γεννήθηκα στην Οινόη Κοζάνης. Οι γονείς
μου ήρθαν από το Καρς από το χωριό Πεζιργκένκεχιλ του Καρς. Αν πάμε πιο βαθιά,
του πατέρα μου η μάνα γεννήθηκε στη Γεωργία και ο παππούς μου από το Τσατάχ.
Εγώ γεννήθηκα το 1934, πήγα στο γυμνάσιο Κοζάνης δυο τρία χρόνια και μετά
χάσαμε τον πατέρα μας και το 1959 φύγαμε και εγκατασταθήκαμε στη Δραπετσώνα
του Πειραιά. Εκεί, φτώχια καταραμένη, παράγκες... καταλαβαίνεις... εκεί άρχισα το
1951 στον ραδιοφωνικό σταθμό, των ενόπλων και τον άλλον...
Σ. Μ.: Ας ονομάσουμε μερικούς συνεργάτες εκείνης της εποχής.
Χ. Θ.: Ναι. Ήταν ο Νίκος Παπαβραμίδης, ο Νίκος Σπανίδης, ο Μπαϊρακτάρης, μέχρι
το 1958. Τότε, ο κυβερνήτης ο Καραμανλής, έκοψε τα ποντιακά στην Αθήνα. Την
επόμενη χρονιά ήρθα στη Θεσσαλονίκη. Κι εδώ ήθελε να τα κόψει, αλλά βρήκε
αντίσταση από του Ποντίους και άρχισα στην Εύξεινο Λέσχη μαζί με τον Γώγο τις
εκπομπές μέχρι το 1963. Μετά τραγούδησα στο συγκρότημα του Στάθη Ευσταθιάδη
στο άλλο ραδιόφωνο. Μετά με κάλεσε πάλι η Εύξεινος Λέσχη αλλά είπε: «Σε ένα
από τα δύο ραδιόφωνα θα τραγουδάς, όχι και στα δύο» κι εγώ είπα: εγώ είμαι
τραγουδιστής όλων των ποντίων, κι εκεί κι εδώ, και αν θέλετε...» Κι έτσι
συνεχίσαμε τις εκπομπές μέχρι που έφυγα στην Αθήνα το 1975, τότε που...
Σ. Μ.: ...τότε που γνωριστήκαμε...
Χ. Θ.: Ναι. Και ήθελα να ασχοληθώ και με το ελληνικό τραγούδι, βρήκα κακοτοπιές
και με κυνήγησαν οι πάντες και δεν μπορούσα να προχωρήσω. Ένα θα πω
παράδειγμα: κάναμε με τον Χάλαρη ορισμένα τραγούδια όπως ο «Ρωμανός ο
Μελωδός», «Οι Πέρσες», «Αποκάλυψη του Ιωάννη», κάτι εκκλησιαστικά κι έλεγα
στον Χάλαρη: «κάνε μου τραγούδια να μπορώ να τα λέω στα κέντρα. Δεν μπορώ
να βγαίνω και να λέω «σήμερον κρεμάται επί ξύλου».
Σ. Μ.: Ύμνους...
Χ. Θ.: Και όταν ετοίμασε τα τραγούδια, ο τότε διευθυντής -το λέω με φθόνο- ο
Πετσίλας, άκουσε τα λόγια, άκουσε τη μουσική, οι στίχοι ήταν του Γιάννη
Κακουλίδη και λέει, ωραία: τρία τραγούδια θα πει ο Κόκοτας, τρία ο Διονυσίου...
απλώς ο Χάλαρης επειδή ήταν ευγενικός άνθρωπος του έδειξε την εξώπορτα. Εγώ
θα του έδινα μια στο σταυρό γιατί είναι και πατριώτης... από την Κοζάνη...
Σ. Μ.: Ο σύζυγος της Νανάς Μούσχουρη...
Χ. Θ.: Ο πρώην σύζυγος της Μούσχουρη. Εν πάση περιπτώσει, την άλλη χρονιά τα
ίδια. Παντού κακοτοπιές. Στο τέλος είπά: ''ας πω ποντιακά, στο διάολο κι εσείς και
τα ελληνικά σας. Έχω τη ρίζα μου, τον Πόντο. Δόξα τω Θεώ επιβίωσα κι επιβιώνω
με την παράδοσή μου. Την ποντιακή παράδοση''.
Σ. Μ.: Είπαμε πριν ότι έχεις ηχογραφήσει περίπου διακόσια τραγούδια, και τα
περισσότερα με δικούς σου στίχους. Με τις μελωδίες τι γίνεται;
Χ. Θ.: Οι μελωδίες είναι οι περισσότερες παραδοσιακές, αλλά και από μόνος μου
κάνω παραλλαγές. Παίρνω μια ποντιακή μελωδία, ένα τέταρτο της μελωδίας και το
συμπληρώνω και το προσθέτω κάτι δικές μου φωνητικές. Έχω κάνει κάμποσες
τέτοιες παραλλαγές.
Σ. Μ.: Το ποντιακό τραγούδι λοιπόν δεν είναι ένα μουσειακό είδος εφ όσον
αναδημιουργείται διαρκώς...
Χ. Θ.: Ναι, όταν ένας δημιουργός βασίζεται πάνω στην παράδοση - αυτήν που
ξέρουμε - και δημιουργεί κάποιες παραλλαγές τότε συγχωρείται. Αλλά αν πάρεις
ατόφια ξένα στοιχεία, βουλγάρικα, τούρκικα και να τα επενδύσεις με στίχο
ποντιακό, που... που πολλές φορές τον τρώει ο σκύλος εκείνο το στίχο και λυσσάει,
και θέλει να τα παρουσιάσει και για ποντιακά... ε, αυτό δεν το... Βέβαια δε λέω. Κι
εγώ είπα κάποτε μερικά τραγούδια τέτοια, αλλά εδώ και είκοσι δύο χρόνια κήρυξα
πόλεμο και είμαι ενάντια σ' αυτό το είδος των τραγουδιών.
Σ. Μ.: Είπες λοιπόν, Χρύσανθε Θεοδωρίδη ότι οι μελωδίες είναι όλες παραδοσιακές.
Εσύ από ποιες περιοχές του Πόντου μελωδίες έχεις τραγουδήσει;
Χ. Θ.: Θα σε διακόψω. Χρύσανθε θέλω να με λες. Έτσι με ξέρει όλος ο κόσμος. Το
Θεοδωρίδη το ξέρει μόνο η Εφορία. Το λοιπόν έχω πει τραγούδια από όλες τις
περιοχές του Πόντου. Τραπεζούντα, Κρώμνη, Σάντα, Καρς, Νικόπολη του Πόντου
και από αλλού.
Σ. Μ.: Στην οικογένειά σου εκαλλιεργείτο η μουσική; Γαλουχήθηκες μέσα σ' αυτήν;
Πως ξεκίνησε ο Χρύσανθος να τραγουδάει; Αυτό δεν το είπαμε.
Χ. Θ.: Από μικρό παιδί ο συχωρεμένος ο πατέρας μου δεν έπαιζε κανένα όργανο
αλλά τραγουδούσε. Είχε ένα ντέφι χτύπαγε και τραγούδαγε και τραγουδούσαμε
όλοι μαζί. Ήμασταν έξι αδέλφια. Να σας πω και κάτι ακόμα. Ο μαχαλάς ο δικός μας
ήταν μακριά από τον συνοικισμό, από εκεί που παίρναμε νερό και φόρτωνα δύο
μπετόνια στο χαϊβάνι έπαιρνα κι ένα κουκούμ, ένα γκιούμι που λένε κι ένα χωνί.
Πήγαινα για νερό και γύριζα και κρατούσα το χωνί στο στόμα μου και τραγουδούσα
και με χάζευαν όλοι οι χωριανοί - μικρό παιδί ήμουνα - κι από κει κι ύστερα δε
σταμάτησα ποτέ.
Σ. Μ.: Με ποιους άλλους λυράρηδες συνεργάστηκες εκτός από τον Γώγο;
Χ. Θ.: Με τον Γεωργούλη Κουγιουμτζίδη που κάναμε και ηχογραφήσεις. Αν τις
μετρήσω με τη σειρά είναι εκατόν τέσσερα τραγούδια. Και στα κέντρα
συνεργάστηκα και με τον ξάδελφό του τον Μήτσο τον Κουγιουμτζίδη, με τον Νίκο
Ιωαννίδη, με τον αείμνηστο Χρήστο Χρυσανθόπουλο, με τον Παναγιώτη Ασλανίδη,
τον Χρήστο Τσενεκίδη, με τον Μιχάλη Καλιοτζίδη κι ας με συγχωρήσουν όσοι έχω
ξεχάσει. Είναι πολλοί οι συνεργάτες.
Σ. Μ.: Και θα κλείσουμε με την εξής διαπίστωση, αγαπητοί ακροατές: Ο Χρύσανθος
ξεκίνησε το ποντιακό τραγούδι και το εδραίωσε, το λέω αυτό γιατί πάρα πολλοί
ερμηνευτές τραγούδησαν τα τραγούδια του για να βγουν στο κοινό, δηλαδή πήραν
τροφή από τον Χρύσανθο.