Από το 1962 που πρωτοκυκλοφόρησε μέχρι σήμερα, τα 400.000 αντίτυπά του έχουν διαμορφώσει σε μεγάλο βαθμό την εικόνα του σύγχρονου Ελληνα για τη μικρασιατική εκστρατεία, το τουρκικό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα και την εθνοκάθαρση του 1922.
Η επιτυχία του βιβλίου δεν είναι δύσκολο να εξηγηθεί. Η ρέουσα αφήγησή του αναπαράγει τα τραυματικά βιώματα των ξεριζωμένων, χωρίς να αμφισβητεί ούτε στο ελάχιστο τα κυρίαρχα εθνικά στερεότυπα για τον «ξύπνιο» ελληνισμό της Ανατολής, τους «καθυστερημένους» κι «αγαθούς» τούρκους γείτονές του ή τους φθονερούς εξ Εσπερίας ανταγωνιστές του.
Ταυτόχρονα, το αντιιμπεριαλιστικό μήνυμά του, εστιασμένο αποκλειστικά στις δολοπλοκίες των δυτικοευρωπαίων καπιταλιστών, δεν μπορούσε παρά να βρει πρόσφορο έδαφος σ' ένα κοινό έντονα σημαδεμένο από την πρόσφατη γερμανική κατοχή, τις αμερικανοβρετανικές ίντριγκες και την αιματηρή κατάπνιξη του εαμικού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος.
Δεν είναι έτσι καθόλου τυχαίο που το ίδιο μυθιστόρημα επιστρατεύτηκε τον Αύγουστο του 2007 από την κυβέρνηση Καραμανλή ως εναλλακτικό σχολικό αφήγημα, εθνοπρεπές κι αριστερογενές συνάμα, προορισμένο να καλύψει τα κενά που άφηναν οι περί «συνωστισμού» λακωνικές διατυπώσεις του βραχύβιου «κοσμοπολίτικου» εγχειριδίου Ιστορίας της ΣΤ' Δημοτικού.
Η επιλογή αυτή, η πατρότητα της οποίας αποδόθηκε στον κ. Ρουσόπουλο, δίχασε προς στιγμήν το στρατόπεδο των επικριτών του επίμαχου σχολικού βιβλίου. Κάποιοι πανηγύρισαν για τη διανομή των «Ματωμένων Χωμάτων» στους μαθητές, ενώ άλλοι εξέφρασαν αμφιβολίες κατά πόσον οι ανατριχιαστικές περιγραφές βιαιοτήτων που περιέχει το βιβλίο είναι κατάλληλες για δωδεκάχρονα παιδιά.
Ο ακροδεξιός πυρήνας του «κινήματος» κατήγγειλε, τέλος, την εισαγωγή στα σχολεία του βιβλίου μιας «κομμουνίστριας», χαρακτηρίζοντάς το αναφανδόν «εθνοπροδοτικό».
Παρόμοια πυρά δέχτηκε και η φετινή τηλεοπτική μεταφορά του βιβλίου από τον Κώστα Κουτσομύτη στον Alpha. Οι κριτικές δεν περιορίστηκαν στο ξεχείλωμα της αρχικής αφήγησης που επιβάλλουν οι σεναριακές συμβάσεις της μικρής οθόνης, αλλά επεκτάθηκαν και στο «εθνικώς ύποπτο» περιεχόμενο του σίριαλ. Μπροστά στην αμφισβήτηση του πατριωτισμού της, η διεύθυνση του σταθμού αισθάνθηκε υποχρεωμένη να διαψεύσει επίσημα τη φήμη ότι «σύμβουλος» της σειράς είναι η καθηγήτρια Μαρία Ρεπούση.
Κι όμως, αν για κάτι μπορούν να κατηγορηθούν τα «Ματωμένα Χώματα» (όχι το σίριαλ, αλλά το βιβλίο) είναι ότι η συγγραφέας τους τροποίησε επί το εθνοπρεπέστερο τη μαρτυρία του βασικού ήρωά της, πάνω στην οποία είναι δομημένο όλο το μυθιστόρημα.
Γιατί ο Μανώλης Αξιώτης από τον Κιρκινζέ δεν είναι κάποιο φανταστικό, αλλά απολύτως υπαρκτό πρόσωπο. Οπως διαπιστώνουμε μάλιστα από το αρχείο της Διδώς Σωτηρίου (στο Ε.Λ.Ι.Α.) κι από την προδημοσίευση ενός μέρους του στην «Αυγή» το 1961, αρχικά το μυθιστόρημα έφερε ως τίτλο το όνομα του ήρωά του.
Τα επόμενα χρόνια, ο ίδιος ο Αξιώτης εξέδωσε δυο βιβλία γύρω από τη ζωή του. Το πρώτο, «Το μπερδεμένο κουβάρι» (1965), υπήρξε μια αμφιλεγόμενη απόπειρα «συμπληρώματος», «διόρθωσης» και διεκδίκησης της πατρότητας των «Ματωμένων Χωμάτων». Το δεύτερο κυκλοφόρησε το 1976 με τον παραπλανητικό τίτλο «Ενωμένα Βαλκάνια» (στο εξής: ΕΒ) κι αποτελεί την τελική, αυθεντική αυτοβιογραφία του.
Η σύγκριση αυτής της αυτοβιογραφίας με τα «Ματωμένα Χώματα» αποκαλύπτει πολλές διαφορές μεταξύ των δύο κειμένων. Ορισμένες απ' αυτές υπηρετούν μόνο την οικονομία της αφήγησης, ενώ κάποιες άλλες τροποποιούν αισθητά την οπτική γωνία (και τα βιώματα) του αυτόπτη μάρτυρα - αφηγητή. Ας δούμε μερικές απ' αυτές.
Εμποροι και κατεργάρηδες
Στα 13 του, ο Αξιώτης στάλθηκε απ' τον πατέρα του στη Σμύρνη ως βοηθός σ' εμπορικό κατάστημα. Το πρώτο του αφεντικό, ο Χατζησταυρή Εφέντης, έκλεβε συστηματικά στο ζύγι τους προμηθευτές του τούρκους χωρικούς, ακόμη κι εκείνους που βρίσκονταν σε απόλυτη ένδεια ή αυτοθυσιάζονταν για να βοηθήσουν τους καταχρεωμένους συγγενείς τους (ΕΒ, σ. 28-33).
«Εμείς οι μικροί έμποροι άμα δεν κλέψωμε στο ζύγι δεν μας μένει τίποτε, γιατί οι μεγαλέμποροι δεν μας αφήνουν περιθώριο κέρδους», εξήγησε στο σοκαρισμένο νεαρό.
«Ο,τι αρπάξουμε μέσα στους δυο μήνες, αυτό είναι το κέρδος μας! Και αυτό μόνο από τους Τούρκους χωριάτες! Αγοράζουμε κι από τους Χριστιανούς, αλλά απ' αυτούς εύκολα δεν μπορούμε να κλέψουμε» (σ. 30).
Η Διδώ Σωτηρίου αναπαράγει πιστά την περιγραφή της εξαπάτησης (σ. 46-53), μετασχηματίζει όμως επί το εθνικότερον τις δικαιολογίες του αφεντικού: «Τι είναι το κατιτίς το παραπανίσιο που παίρνω από τούτους εδώ τους διαβόλους, μπροστά σε κείνο που μου τρώει το τούρκικο κράτος; Είδες ποτέ σου το Σελήμ εφέντη, το συνεταίρο μου; Δεν τον είδες κι ούτε θα τόνε δεις. Κι όμως μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει μ' αρπάζει τα μισά κέρδη!»
Εκτός από την υποκατάσταση των (απροσδιόριστης εθνικότητας) μεγαλεμπόρων από έναν επινοημένο τούρκο «συνεταίρο», η εθνοπρεπής μεταποίηση της αρχικής μαρτυρίας επεκτείνεται και στη συλλογική αποκατάσταση των ελλήνων της Σμύρνης: «Αργότερα γνώρισα εμπόρους τρανούς, που δεν καταδεχότανε να κάνουνε τις μικροκατεργαριές του Χατζησταυρή», εξηγεί π.χ. ο αφηγητής στα «Ματωμένα Χώματα» (σ. 52), εξυμνώντας το μεγαλέμπορο Σεϊτάνογλου, στο μαγαζί του οποίου «μπαινοβγαίνανε πραγματικοί τσελεμπήδες απ' αυτουνούς που κρατούσανε στα χέρια τους τον πλούτο της Ανατολής» (σ. 62).
Ο ίδιος ο Αξιώτης δεν αναφέρει, ωστόσο, την παραμικρή επαφή του με μεγαλοαστούς. Ως μοναδικούς τίμιους εμπόρους μνημονεύει δε δυο μικρομπακάληδες, τον μπάρμπα-Πέτρο (σ. 33-7) και τον κυρ-Βασιλάκη (σ. 37-8).
Ο Αξιώτης δεν αναφέρει το παραμικρό περί κοντραμπατζήδων (λαθρεμπόρων), ενώ η Σωτηρίου τον βάζει να δουλεύει για λογαριασμό τους και να εξυμνεί τη λεβεντιά τους (σ. 55-61), επιλογή που συνάδει με τη γενικότερη μεταπολεμική στροφή της μικρασιατικής λογοτεχνίας απέναντι στη συγκεκριμένη επαγγελματική κατηγορία.
Δεν αναφέρει επίσης ούτε λέξη για την ανταρτοομάδα του «λεβέντη Στρατή του ξένου», που στα «Ματωμένα Χώματα» βγαίνει στο βουνό τη νύχτα του γάμου του, «τρομοκρατεί» τα τουρκικά αποσπάσματα και πεθαίνει ηρωικά, αποσπώντας το θαυμασμό του επικεφαλής τούρκου αξιωματικού (σ. 97-106). Δεν δηλώνει καν «τροφοδότης μιανής ομάδας» ελλήνων λιποτακτών του οθωμανικού στρατού το 1914-15, όπως τον θέλει η Σωτηρίου (σ. 106).
Λαθρέμποροι και κατσάκηδες
Η αφήγηση των επαφών του με τους λιποτάκτες είναι, αντίθετα, απολύτως αντιηρωική. Μετά βίας δέχτηκε να πάει μια και μοναδική φορά τρόφιμα σε κάποιους, «όλους γνωστούς του», που κρύβονταν σε μια σπηλιά (σ.50).
Οταν αυτοί αφόπλισαν δυο περαστικούς τούρκους χωροφύλακες, η δημογεροντία του χωριού τού ανέθεσε να μεσολαβήσει για την επιστροφή των όπλων, καθώς αυτή η «ανόητος πράξις» μπορούσε να «έχει τρομερές συνέπειες για όλη την κοινότητα» και οι αρχές «να εξορίσουν ολόκληρο το χωριό» (σ. 51). Τα όπλα επιστράφηκαν κι ο λοχίας της τοπικής φρουράς πείστηκε, έναντι αμοιβής, να μην αναφέρει τίποτα στους ανωτέρους του (σ. 51-2).
Λίγο αργότερα, όταν οι λιποτάκτες καταδιώχθηκαν απ' τη Χωροφυλακή, ο Αξιώτης βοήθησε στην περίθαλψη ενός τραυματία πριν τη διακομιδή του στη γειτονική Σάμο (σ. 52).
Η Κατίνα, που στα «Ματωμένα Χώματα» (κι ακόμη περισσότερο στο σίριαλ) παίζει σημαντικό ρόλο στη ζωή του Αξιώτη, στην αυτοβιογραφία του είναι εντελώς περιθωριακή μορφή. Ούτε κόρη έλληνα τσιφλικά που δολοφονήθηκε απ' τους Τούρκους υπήρξε ούτε ανιψιά του παπά του Κιρκινζέ, όπως τη θέλει η Σωτηρίου, αλλά μια απλή προσφυγοπούλα «παρακόρη» της οικογένειας Αξιώτη (σ.145-6). Μετά την καταστροφή, μαθεύτηκε πως «την είχαν παντρέψει με έναν Ελληνομερικανό» (σ. 201).
Σημαδιακός έρωτας του Αξιώτη ήταν αντίθετα η Ενταβιέ, η 17χρονη κόρη μιας τουρκικής οικογένειας της Ανατολίας, όπου ο ίδιος είχε αποσπαστεί ως εργάτης από τα «Τάγματα Εργασίας». Τα έφτιαξε μαζί της (ΕΒ, σ. 92-7) κι αυτή προθυμοποιήθηκε να τον ακολουθήσει στο χωριό του προσποιούμενη τη χριστιανή, ώστε να ξεπεράσουν τους θρησκευτικούς φραγμούς (σ. 115-6). Τελικά, ωστόσο, με παρότρυνση ενός συντρόφου του, την εγκατέλειψε για λόγους που ο ίδιος δυσκολεύεται να εξηγήσει (σ. 116).
Η ενοχή του γι' αυτή την εγκατάλειψη επιβεβαιώνεται ρητά στο «Μπερδεμένο Κουβάρι»: «Αφησες την Εδαβιέ σε ενδιαφέρουσα κατάσταση και έφυγες, χωρίς να σκεφτείς τις συνέπειες που θα είχε η φτωχιά Μάνα Εδαβιέ και το άμοιρό σου σπέρμα», διαβάζουμε εκεί. «Την άφησες μόνο και μόνο γιατί ήταν Τούρκισσα, και εσένα σε είχαν μάθει να μισείς ακόμη και τις αγνές ψυχές, αν αυτές είχαν την "ατυχία" να γεννηθούν από Τουρκάλα μάνα, έστω κι αν είχαν τρυφερότερη ψυχή και από ελληνίδες, όπως ήταν της Εδαβιέ» (σ. 67). Πληροφορούμαστε, μάλιστα, πως την πρώτη εκδοχή των απομνημονευμάτων του την έγραψε όταν είδε σε όνειρο πως «οι γιοι του» (από την Ενταβιέ κι από την ελληνίδα σύζυγό του) συνταντήθηκαν ως φαντάροι στον Εβρο, «αντάλλαξαν τις φωτογραφίες τους και υποσχέθηκαν να μη κτυπηθούν ποτέ μαζί» (σ. 70).
Η Διδώ Σωτηρίου περιφρονεί αυτόν τον εθνικά αντισυμβατικό έρωτα. Στα «Ματωμένα Χώματα» η «ευθύνη» για τη σχέση των δυο νέων επιρρίπτεται αποκλειστικά στην προκλητική Τουρκάλα (σ. 142-5), ο δε Αξιώτης αισθάνεται ότι «μόλυνε την ψυχή του με την πιο αντιχριστιανική πράξη» καθώς «το κορμί τούτης της κοπέλας συμβόλιζε τον προαιώνιο εχτρό μας» (σ. 145). Νιώθει, μάλιστα, την παρόρμηση να την πνίξει στο ποτάμι (σ. 145), αρκείται όμως σ' ένα απλό κήρυγμα (σ. 147).
Για τη σχετικοποίηση του συμβάντος, επινοείται από τη συγγραφέα και μια παλιότερη παρτούζα με τουρκάλα τραγουδίστρια στη Σμύρνη (σ. 144).
Στην αυτοβιογραφία του, ο Αξιώτης υπερασπίζεται, αντίθετα, ρητά τις προσωπικές σχέσεις που διέρρηξαν τους εθνοθρησκευτικούς φραγμούς. Επικαλείται, μάλιστα, έναν έρωτα που επέζησε μέσα στις φλόγες του πολέμου:
«Ενας από τους αγάδες, 35 χρονών, [ο] Αλή μπεγ, αγάπησε μια Κιρκινζώτισα 20 χρονών, τον αγάπησε κι εκείνη και έγιναν ανδρόγυνο, χωρίς να παντρευτούν επίσημα. Οταν ήρθε ο ελληνικός στρατός, η κοπέλα αυτή δεν εγκατέλειψε τον άνδρα της και πήγε μαζί του στη Σμύρνη και κάθησε. Οταν ο ελληνικός στρατός έφυγε από τη Σμύρνη, ο Αλή μπεγ την ρώτησε αν ήθελε να φύγει με τους δικούς της μαζί. Οπως αρνήθηκα να σ' εγκαταλείψω όταν ήρθαν οι Ελληνες, έτσι και τώρα δεν θέλω να σ' αφήσω, εκτός αν με διώχνεις εσύ, του είπε, κι εκείνος την κράτησε και την παντρεύτηκε επίσημα» (σ. 76).
Φόνος και εξιλέωση
Ακόμη κεντρικότερη θέση στις αναμνήσεις του Αξιώτη κατέχει ο φόνος του τούρκου οικογενειάρχη Ισμαήλ, γαμπρού ενός καπετάνιου των κεμαλικών ανταρτών, που συνελήφθη από ελληνικό στρατιωτικό απόσπασμα, ανακρίθηκε με βασανιστήρια κι αποτελειώθηκε από τον αφηγητή με χτύπημα στο κεφάλι (ΕΒ, σ. 150-4).
Ο φόνος συγκαλύφθηκε σαν «θανατηφόρο ατύχημα εν ώρα αποδράσεως», έδωσε όμως στον κομμουνιστή δεκανέα της διμοιρίας την ευκαιρία να διαφωτίσει το νεαρό μικρασιάτη για την πραγματική φύση του πολέμου:
«Πολεμάμε για τα συμφέροντα των ιμπεριαλιστών, ξέρομε πως τον Ισμαήλ τον σκοτώσαμε άδικα, όμως ο πόλεμος το επιβάλλει. [...] Εμάς μας έχει επιστρατεύσει ο ιμπεριαλιστικός, ο κεφαλαιοκρατικός συνασπισμός, για να τρομοκρατήσωμε και να υποτάξωμε τους Τούρκους να δεχθούν τους ληστρικούς όρους που θέλουν να τους επιβάλουν, και ο Κιορ-Μεμέτ μαζί με τον γαμβρό του τον Ισμαήλ και όλον τον τουρκικό λαό πολεμάνε να ελευθερώσουν την πατρίδα τους. Τα λόγια του δεκανέα μου κάνανε μεγάλη εντύπωση. Τώρα κατάλαβα πως αυτός ο βρώμικος πόλεμος, άθελά μου, με είχε κάνει δολοφόνο. Κατάλαβα πως εγώ ήμουν ένας κοινός εγκληματίας, ενώ ο Ισμαήλ ήταν ένας πατριώτης που υπερασπιζόταν την πατρίδα του» (σ. 154).
Δεν πρόκειται για στιγμιαίες σκέψεις αλλά για τομή στη ζωή του Μ. Αξιώτη. Η σύγχυσή του, γράφει, «ξεκαθάρισε ύστερα από 20 χρόνια όταν οι γερμανικές ορδές κατέλαβαν την Ελλάδα και αναγκάσθηκα να βγω στο βουνό μαζί με τα παιδιά μου. Κάθε φορά που χτυπιόμαστε με τους Γερμανούς έβλεπα τον Ισμαήλ ολοζώντανο μπροστά μου. [...] Ναι Μανόλη, μούλεγε, οι Γερμανοί δεν έχουν κανένα δικαίωμα να σε σκοτώσουν, εσύ με το δίκιο σου βγήκες αντάρτης. Για πες μου τώρα, Μανόλη, η Ελλάδα τι ζητούσε στην Τουρκία; Εσύ γιατί βοήθησες τους Ελληνες και δεν ήρθες μαζί μας για να υπερασπισθείς την πατρίδα μου, που ήταν και δική σου πατρίδα; Εκεί είχες την περιουσία σου, εκεί την Εκκλησία σου, εκεί το σχολείο σου, εκεί μεγάλωσες, μαζί με τον Σεφκέτ, τον Χασάν, τον Χουσεΐν και άλλους, και όμως βοήθησες τους εχθρούς των πατριωτών σου, μόνον και μόνον γιατί ήταν ομόθρησκοί σου. [...] Σκεπτόμουν πως αν πέσω μια μέρα στα χέρια των Γερμανών με τον ίδιον, ίσως και χειρότερον ακόμη θάνατο θα ξεπλύνω την αμαρτία που έκανα εναντίον του Ισμαήλ» (σ. 155-6).
Στα «Ματωμένα Χώματα» ο κομμουνιστής δεκανέας απουσιάζει παντελώς, ενώ ο φόνος του Ισμαήλ «μετριάζεται» με την αντιπαραβολή ακόμη χειρότερων τουρκικών αγριοτήτων (σ. 219-27).
Η κατάρρευση
Η Σωτηρίου θέλει τον ήρωά της να προσπαθεί ν' αποτρέψει την κατάρρευση του μετώπου τον Αύγουστο του 1922, παροτρύνοντας τους συντρόφους του να μείνουν στις θέσεις τους (σ. 284).
Στις αναμνήσεις του ο Μανώλης Αξιώτης δεν αναφέρει ωστόσο τίποτα σχετικό (σ. 168).
Γλαφυρότατος είναι, αντίθετα, όσον αφορά τις αγριότητες του διαλυμένου στρατού σε βάρος του άμαχου τουρκικού πληθυσμού: «Σαν αγέλη πεινασμένων λύκων έπεφταν οι φαντάροι μέσα στα χωριά που βρίσκονταν στο δρόμο τους. Αν οι κάτοικοι είχαν προνοήσει, και τραβηχθεί προς τα βουνά, οι φαντάροι ξεθύμαιναν στα σπίτια τους. Τα λεηλατούσαν και τα πυρπολούσαν. Δεν δίσταζαν να ξεκοιλιάσουν και κανέναν γέρο ή γριά που δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να φύγει, πιστεύοντας πως ήθελαν σεβαστεί την ηλικία τους. Την εκδικητική και καταστροφική μανία των αδιστάκτων και απείθαρχων πλέον φαντάρων την επλήρωσαν πολύ ακριβά όσα χωριά δεν πρόφθασαν ή δεν θέλησαν να φύγουν, νομίζοντας πως η παρουσία τους θα ήταν αρκετή για να σωθούν τα υπάρχοντά τους. Ούτε τα υπάρχοντά τους, ούτε την τιμή τους μα ούτε και την ζωή τους μπόρεσαν να σώσουν. [...] Ο Ελληνικός Στρατός είχε μεταβληθεί σ' ένα άτακτο και αχαλίνωτο μπουλούκι. Οποιο χωριό, πόλη ή κωμόπολη κι αν περνούσε, οργίαζε... Δεν άφηνε τίποτα όρθιο. Εσφαζε, βίαζε, λεηλατούσε, έκαιγε, κι άφηνε πίσω του ερείπια, καπνούς, αίμα και δάκρυα. Μια απαίσια φλόγα είχε βγει από το Αφιόν Καραχισάρ κι ώσπου να φθάσω στην Σμύρνη πάντα εμπρός μου βρισκόταν» (σ. 169-70).
Η αλληλοεξόντωση
Η περιγραφή της εξοντωτικής μεταχείρισης των ελλήνων αιχμαλώτων παρουσιάζει επίσης σημαντικές διαφορές στα δυο βιβλία. Η εκδοχή της Σωτηρίου έχει εμπλουτιστεί, συνήθως μέσω δευτερευουσών αφηγήσεων, με πολύ περισσότερες τουρκικές αγριότητες απ' όσες αναφέρει ο Αξιώτης.
Το κυριότερο είναι όμως ότι, στα «Ματωμένα Χώματα», η συμπεριφορά των Τούρκων εμφανίζεται καθολικά σαδιστική. Ενα τυπικό δείγμα -από τα πολλά- αφορά τις συνθήκες εγκλεισμού των αιχμαλώτων μετά την άφιξή τους στη Μαγνησία (Μανισά).
Η Διδώ Σωτηρίου θέλει τον Αξιώτη να περιγράφει το γεγονός ως εξής: «Μας βάλανε με άλλους πεντακόσιους αιχμαλώτους σ' ένα στρατόπεδο με συρματόπλεγμα. Οξω από το συρματόπλεγμα ήτανε μια μεγάλη βρύση με τρεις κάνουλες και τρεις γούρνες. Στεκόντανε Τούρκοι, ποτίζανε τα ζωνανά τους. Πίνανε κι ατοί τους, δροσιζόντανε και μας περιπαίζανε. Τους παρακολούσαμε μ' άγριο μάτι. Υστερα -πώς έγινε- δίχως συνεννόηση, χυμήξαμε όλοι μαζί, αρπάξαμε τα συρματοπλέγματα και με μια μόνη κίνηση τα ξεριζώσαμε! Τρέξαμε στη βρύση μ' αλλαλαγμούς και μουγκρητά. Αρχίσαμε ν' αρπαζόμαστε στα χέρια, ποιος πρώτος θα πιεί. Ολα γίνηκαν τόσο γρήγορα! Κανένας φρουρός δεν πυροβόλησε. Μας κοιτούσανε που δερνόμαστε και δαγκωνόμαστε αναμεταξύ μας» (σ. 325).
Η εξιστόρηση του ίδιου συμβάντος απ' τον Αξιώτη είναι ωστόσο πολύ διαφορετική: «Φθάσαμε στη Μαγνησία και μας έβαλαν σ' ένα Σχολείο. Στην αυλή είχε μια βρύση με αρκετό νερό. Αν βρισκόταν κάποιος να μας βάλει στη σειρά σε 2-3 ώρες όλοι θα ξεδιψούσαμε, αλλά εμείς είχαμε χάσει τον έλεγχόν μας. Εκείνοι που πήγαν πρώτοι κοντά στη βρύση, έπιναν, έπιναν, φούσκωναν αλλά δεν έφευγαν από τη βρύση, ενώ εκείνη τη στιγμή άλλοι πέθαιναν με τον μαρτυρικό θάνατο της αφυδατώσεως. Οι τόσο τραγικές συνθήκες που ζήσαμε ώσπου ναρθούμε εκεί μας είχαν εξαθλιώσει σε τέτοιον βαθμό που είχαμε αποκτηνωθεί και χάσει κάθε μέτρον ανθρωπιάς. Ολόκληρο εικοσιτετράωρο παλέβαμε μεταξύ μας χωρίς να μπορούμε να πιούμε μια γουλιά νερό, ενώ εκείνο το ευλογημένο έτρεχε τόσο, που θα μπορούσε να μας σβήσει τη δίψα μέσα σε δυο ώρες αν μπορούσαμε να χαλιναγωγηθούμε. Την άλλη μέρα το βράδι αφήσαμε πάνω από 50 πεθαμένους από δίψα και ποδοπατημένους κοντά στη βρύση» (σ. 190).
Οι «τουρκόσποροι»
Από τα «Ματωμένα Χώματα» απουσιάζει, τέλος, το πικρό παράπονο του αφηγητή για την υποδοχή των Μικρασιατών στην καινούρια τους πατρίδα.
«Ανεξάρτητα από την επίσημη κρατική ευμενή υποδοχή», διαβάζουμε στις αναμνήσεις του, «ο ελληνικός πληθυσμός στη συντριπτική του πλειοψηφία μας υποδέχθηκε με εχθρότητα. Στην Τουρκία είχαμε τη διακριτική σφραγίδα του γκιαβούρ (άπιστοι), η οποία τώρα αντικαταστάθηκε από την ταπεινωτική σφραγίδα του πρόσφυγα. Τουρκόσπορους και παληοπρόσφυγους μας αποκαλούσαν» (σ. 200).
Σαράντα χρόνια μετά, κι ενώ τα ενδιάμεσα κοσμοϊστορικά γεγονότα είχαν επιβεβαιώσει την ολοσχερή ενσωμάτωση των προσφύγων στον εθνικό κορμό, αυτές οι τραυματικές αναμνήσεις δεν χωρούσαν πια στην ανακατεργασμένη συλλογική μνήμη. Οχι μόνο στον επίσημο μύθο της εθνικόφρονος δεξιάς, αλλά ούτε και στην αριστερή εκδοχή του.