Κυριακή, Οκτωβρίου 30, 2016

Me and my shadow-A documentary about N. Papazoglou




Εισαγωγή

Ο Νίκος Παπάζογλου βασίστηκε, πειραματίστηκε και εν τέλει γεφύρωσε πολλά μουσικά ερεθίσματα που κουβαλούσε από μικρός. Με αυτόν τον τρόπο δημιούργησε γύρω του ένα εντελώς ετερόκλητο κοινό.Ο πρόωρος θάνατός του, μας στέρησε την δυνατότητα να γνωρίσουμε την ατμόσφαιρα που τον συνόδευε από κοντά.Την αναζητήσαμε όμως σε ένα ταξίδι στα μέρη που αγάπησε, στους φίλους και τους συνεργάτες του.

Η ιδέα και ο Νίκος Παπάζογλου

Το ντοκιμαντέρ "Εγώ κι ο ίσκιος μου" είναι η υλοποίηση μιας ιδέας φίλων, που θέλησαν να γνωρίσουν τη ζωή και το έργο του Νίκου Παπάζογλου.Ο Νίκος αποτέλεσε μια χαρισματική φυσιογνωμία για την ελληνική μουσική σκηνή. Το "ηλεκτρικό" του ξεκίνημα έδεσε αρμονικά με την αγάπη  για τους λαϊκούς δρόμους και ρυθμούς, δημιουργώντας ένα πρωτάκουστο για την εποχή ύφος.Τα στοιχεία της παράδοσης, που είχε εξάλλου σαν βιώματα από την προσφυγική οικογένειά του και ο ξεχωριστός τρόπος ερμηνείας, ήρθαν να το "δέσουν" γερά και να το καθιερώσουν.Η πολυπραγμοσύνη και η διάθεση να ελέγχει πλήρως τα τραγούδια του, τον έκαναν να στήσει με τα χέρια του ένα από τα πρώτα στούντιο στη Θεσσαλονίκη. Εκεί μαστόρεψε, προβάρισε, δημιούργησε και έδωσε το πρώτο βήμα σε μια  γενιά εσωστρεφών καλλιτεχνών και  σχημάτων, που έμελλε να παίξουν ως τις μέρες μας  καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της μουσικής του τόπου.
Τα τραγούδια του μας συντρόφευαν σε όλη τη ζωή μας και ο θαυμασμός μας για το έργο του αλλά και τον τρόπο που ζούσε εκτός σκηνής, μας έκαναν να θέλουμε να τον γνωρίσουμε από κοντά. Ο ξαφνικός θάνατος του Νίκου Παπάζογλου το 2011 μας στέρησε αυτή την δυνατότητα. Το 2014  έπεσε στο τραπέζι η ιδέα να κάνουμε ένα ταξίδι για να τον γνωρίσουμε μέσα από τα μάτια  ανθρώπων που συμπορεύτηκε και έτσι να φτάσουμε όσο πιο κοντά στο αποτύπωμα που άφησε .Πρώτο μας βήμα ήταν να έρθουμε σε επαφή με τη γυναικά του Βαρβάρα Γουίλιαμς. Η ίδια μας εμπιστεύτηκε το εγχείρημα και μας έδωσε σημαντικές επαφές και αρχειακό υλικό.Ταξιδέψαμε σε Αθήνα-Νίσυρο-Θεσσαλονίκη, για να γνωρίσουμε τον Νίκο μέσα από φίλους και συνεργάτες. Τις περισσότερες φορές η κουβέντα κατέληγε σε ένα γλέντι με τα τραγούδια του, σαν αυτό που δυο χρόνια πριν, γέννησε την ιδέα.

 

Συντελεστές

Ο Μιχάλης Αριστείδου και ο Ιωάννης Γρηγορόπουλος ανέλαβαν τη σκηνοθεσία. Οι δυο τους έχουν συνεργαστεί πολλές φορές στο παρελθόν, με μεγαλύτερη διάκριση το βραβείο κοινού φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, για το ντοκιμαντέρ "Βιογραφία μιας ηχογράφησης". Ο Γιώργος Δορλής και ο Κώστας Σαλλής συνεργάζονται μουσικά τα τελευταία δέκα χρόνια, μελετώντας κυρίως το ρεμπέτικο  τραγούδι, αλλά και  προτείνοντας δικές τους δημιουργίες. Όλοι μαζί έκαναν την έρευνα μεταξύ 2014-2015.Με την έναρξη των γυρισμάτων, προστεθήκαν δυο έμπειροι φίλοι και συνεργάτες: Ο Γιώργος Σαγανάς στον ήχο και ο Πέτρος Κολοτούρος στην εικονοληψία.

 

Γιατί ζητούμε τη βοήθειά σας

Όλο το project είναι αυτοχρηματοδοτούμενο, πράγμα που θεωρούμε ότι ταιριάζει και στη φιλοσοφία του Νίκου. Στο project μας έχει ολοκληρωθεί το μεγαλύτερο μέρος των γυρισμάτων.Θέλουμε να προχωρήσουμε στο επόμενο βήμα του μοντάζ και της μίξης ήχου ώστε να προλάβουμε τις προθεσμίες των χειμερινών φεστιβάλ και κυρίως αυτού της Θεσσαλονίκης.Τα έξοδα που πρέπει να καλύψουμε άμεσα είναι:
-ψηφιοποίηση αρχειακού υλικού
 -μοντάζ , εφφέ , color correction, color grading
 -μίξη ήχου , μάστερινγκ
-έξοδα συμμετοχής σε φεστιβάλ
-έξοδα προώθησης
Η απόφασή μας να μη στηριχτούμε σε κάποια εταιρεία παραγωγής ή χορηγούς ήταν πλήρως συνειδητή, παρ' όλες τις δυσκολίες  που ξέραμε ότι θα εμφανιστούν. Η βοήθειά σας, ανεξαρτήτως  μεγέθους, θα είναι πολύ χρήσιμη για τη συνέχιση και τελική ολοκλήρωση του ντοκιμαντέρ.

*Υπάρχει δυνατότητα απευθείας κατάθεσης σε λογαριασμό τραπέζης.Επικοινωνήστε στο salliskon@gmail.com

Σάββατο, Οκτωβρίου 08, 2016

ΤΙ ΕΣΤΙ Π.Α.Ο.Κ.

από : isovitis.gr με αρχικό τίτλο Μίσος

Η γιαγιά μου, η μπάμπω-Λένκω, μισούσε τους κουμουνιστές επειδή, έλεγε, κατεβαίνουν από το βουνό και καίνε τα σπίτια μας. Πριν από εξήντα χρόνια μπορεί να είχε κατεβεί ένας άπλυτος αντάρτης να κάνει μπάνιο στο σπίτι του και να φάει κανένα κοτόπουλο και να έβαλε φωτιά στον αχυρώνα του γείτονα στο χωριό από καμιά γόπα, αλλά όπως και να 'χει η γιαγιά μου τους μισούσε. Κανείς άλλος στο χωριό δε θυμάται να έχει δει αντάρτη, αν και με το Αλτζχάιμερ κάθε μπάμπως δεν μπορείς να είσαι σίγουρος. Από τα 18 της έως να κλείσει τα μάτια της στα 90, το ίδιο μοτίβο: Θα μας κάψουν τα σπίτια. Δείξ' της την Παπαρήγα, δείξ' της τον Κουτσούμπα, δείξτ' της τον Χαλβατζή και πες της «ρε γιαγιά, αυτοί θα μας κάψουν»; Αυτή εκεί, έμαθε να μισεί και δε θα άλλαζε στα γεράματα. Από τη γιαγιά μου, λοιπόν, έμαθα τον όρο «τυφλό μίσος», από μικρός.
Όποιος δεν είναι ΠΑΟΚ τον μισεί. Δεν έχει ενδιάμεσα, «από τις μεγάλες ομάδες είμαι ΠΑΟΚ» ή «να προκριθεί για να πάρει βαθμούς η Ελλάδα». Να εξοντωθεί, να γίνει μπάχαλο, να φαγώνονται μεταξύ τους οι Παοκτσήδες -αλλά να μη διαλυθεί κιόλας, αφού αυτό που αγαπάνε πιο πολύ κι απ' τις ομάδες τους είναι να είμαστε εδώ για να μας μισούν. Αν φύγουμε, θα υπάρξει κενό και πού να τρέχεις τώρα. Καλά το είχε πει ο Μούσλι κάποτε.
Τουλάχιστον, εμάς μας μισούν για τους σωστούς λόγους. Δεν είχαμε και λίγους αντάρτες στη δεκαετία του '80, ενώ και οι 70s διαβάζω και ακούω στις ιστορίες τους πως ανεβοκατεβαίνανε χιλιάδες και, όσο να πεις, αφήνανε το σημάδι τους. Μια πορεία να πέρασε από τη γειτονιά τους στη Νίκαια ή στα Πετράλωνα και είχανε τα παντζούρια κατεβασμένα για μια βδομάδα. Μια πέτρα να έπεσε στον Ηλεκτρικό και δεν πλησιάζανε ούτε σερβιτόρο ντυμένο ασπρόμαυρο στη Γλυφάδα. Ανοίγανε το Μέγκα Τσάνελ και το παλιό Σκάι και ακούγανε επί μισή ώρα για τα επεισόδια που είχαν προκαλέσει μεθυσμένοι και μαστουρωμένοι οπαδοί μας και απαγορεύανε στα παιδιά τους να βάλουν στο μηχανογραφικό σχολές στη Θεσσαλονίκη. Όλοι οι άνω των 30 μας θεωρούν απόβλητα -σκουπίδια που πρέπει να μαζευτούν για να καθαρίσει η πόλη. Σε καλό δρόμο είναι.
Αυτό που δεν πέρασε από τα μυαλά τους είναι ότι αγαπάμε -πώς και πόσο αγαπάμε. Βγάλε δυο-τρεις σε κάθε πούλμαν και δυο-τρεις σειρές χαμηλά στην 4 που έρχονταν, έρχονται και θα έρχονται μόνο για τα νταλαβέρια τους, αλλά ο κύριος όγκος είναι κοντά μόνο από αγάπη -απίστευτη, ανιδιοτελή, παθιασμένη, δολοφονική, άγρια -αλλά αγάπη. Μα να τα σπας από αγάπη; Πού να καταλάβεις και πού να σου εξηγώ τώρα. Ναι. Είναι απ' αυτά που «αν δε ζήσεις, δεν καταλαβαίνεις». Ρίξε μια ματιά στα πανιά, διάβασε τα μπλουζάκια, ταξίδεψε μια φορά, πιες δυο καφέδες Δευτέρα μεσημέρι και θα το δεις. Ξερνάει αγάπη το πράμα. Σε ζαλίζει. Κι όπως σε κάθε αγάπη, ο καθένας το δείχνει με τον τρόπο του: Άλλος τα σπάει, άλλος κλαίει, άλλος ουρλιάζει, άλλος χοροπηδάει. Σου καίει το στομάχι. Άσ' το.
Κι αφού δεν το καταλαβαίνεις (κι αφού δεν προσπαθείς να το καταλάβεις ή επειδή δεν μπορείς) επιλέγεις να το μισείς. «Ζήλια» λέγεται. Το χειρότερο μίσος. Ανθρώπινο είναι, συμβαίνει. Μα πώς είναι δυνατό να αγαπάνε τόσο πολύ κάτι που δεν τους προσφέρει τίποτα; Κάτι που δεν τους αγαπάει και τους ματώνει συνέχεια; Έλα, ντε. Είναι δυνατό. Και είναι τόσο μαζικό που ξεπερνάει την ομαδική παράκρουση ή τη μόδα ή την ίδια την εποχή του. Είναι μοναδικό, είναι αληθινό και είναι ένα φαινόμενο. Αλλά υπάρχει, άρα αντιμετώπισέ το όπως θες. Το βασικό του χαρακτηριστικό είναι πως δε μας νοιάζει πώς θα το αντιμετωπίσεις.
Δε μας μισούν επειδή κλέψαμε από κανέναν, δε μας μισούν για τους τίτλους μας, δε μας μισούν για τα ωραία συνθήματα ή την τρομοκρατία που πούλησαν οι οπαδοί-πρόγονοι τις προηγούμενες δεκαετίες. Δε μας μισούν επειδή έχουμε καλύτερη ομάδα ή επειδή είμαστε πρεζάκια ή φλώροι ή κάγκουρες ή χαλβάδες ή ό,τι θες. Μας μισούν επειδή αγαπάμε τόσο πολύ και τόσο μαζικά και δεν το καταλαβαίνουν. Και δεν το ανέχονται. Και ζηλεύουν που δεν τους έλαχε κι αυτούς τέτοια τύχη.