Τα μωμο(γ)έρα ή οι μωμό(γ)εροι των ελλήνων του πόντου, αρχικά δρώμενα, - εθιμικές παραστάσεις - αγροτών κατά τη διάρκεια του δωδεκάμερου (χριστούγεννα - πρωτοχρονιά - θεοφάνεια) με ευετηριακό χαρακτήρα, ρίζες αρχαϊκές και βυζαντινά κατάλοιπα, εξελίσσονται σε λαϊκό παραδοσιακό θέατρο το οποίο "παντρεύεται" με τον χορό, παρουσιάζοντας ένα ιδιαίτερο εθνογραφικό και δραματολογικό ενδιαφέρον και αποτελούν τον προπομπό του ερασιτεχνικού θεάτρου των ποντίων.
Η τόσο στενή, οργανική και λειτουργική σύνδεση του χορού με το εθιμικό δρώμενο προδίδει το μαγικοθρησκευτικό, ομοιοπαθητικό μαγικό χαρακτήρα του γιατί οι μωμόγεροι πιστεύουμε ότι έχουν πρωτόγονη, αγροτοποιμενική προέλευση και προχριστιανική καταγωγή, αλλά και οδηγεί γενικά στην υπόθεση ότι οι ποντιακοί χοροί, ή τουλάχιστον μερικοί από αυτούς, έχουν τελετουργική μαγικοθρησκευτική αρχή, όπως άλλωστε και οι περισσότεροι παλιοί χοροί άλλων λαών. Έτσι, κατ’ επέκταση θεωρούμε ότι ο ίδιος ο χορός γενικότερα ως παγανιστικό, κοινωνικό και πολιτιστικό φαινόμενο και κατάλοιπο στην ανθρώπινη ιστορία, που αρχικά, σαν μιμητική μαγική όρχηση, εξυπηρετούσε βιοτικές και μαγικοθρησκευτικές ανάγκες του πρωτόγονου ανθρώπου, αποκολλήθηκε κατοπινά από τη μαγεία και τη θρησκεία, ανεξαρτητοποιήθηκε, εξελίχθηκε σε εθιμικό πολιτιστικό στοιχείο και κατέληξε σε μια διασκεδαστική καλλιτεχνική έκφραση. Στους μωμόγερους ειδικά ο χορός, μαζί με τη μουσική, το τραγούδι και τις επιφωνήσεις, προκαλεί την εντύπωση υποτυπώδους χορικού τραγωδίας ή κωμωδίας, πράγμα που μας δίνει μιαν ιδέα του πώς θα πρέπει να ήταν η προθεσπιστική μορφή των αττικών δραμάτων. Γιατί οι μωμόγεροι είναι στενότερα δεμένοι, από ό,τι οι αρχαίοι χορευτές του κλασικού δράματος, με τα παριστανόμενα: Είναι ταυτόχρονα και υποκριτές με ρόλο, τη μια στιγμή, και χορευτές την άλλη κι αντίστροφα. Μ’ άλλα λόγια, τα ίδια μεταμφιεσμένα πρόσωπα άλλοτε παίζουν θέατρο κι άλλοτε χορεύουν σαν χορευτές τον κοινό χορό, κάποτε μάλιστα μαζί και με τους θεατές. Με χορό λοιπόν αρχίζουν γενικά την παράστασή τους οι μωμόγεροι, σ’ όλες σχεδόν τις πενήντα τόσες παραλλαγές που έχουμε, και με χορό τελειώνουν. Κάποτε ο χορός κρατάει σ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης ή το δρώμενο παίζεται χορευτικά. Με χορό και μουσική εκδηλώνουν τη λύπη τους για το θάνατο, σε νεότερες παραλλαγές, για την αρρώστια του κεντρικού προσώπου, και με χορό και μουσική φανερώνουν τη χαρά τους για την ανάσταση ή θεραπεία του, καθώς και για το γάμο του, σε άλλες παραλλαγές, με τη νύφη.
Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, οι μωμόγεροι ήταν το αποτέλεσμα των ανάλογων γιορτών, που γίνονταν στα βυζαντινά χρόνια. Η ονομασία τους άλλωστε (μώμος = λοιδορία, κοροϊδία) βεβαιώνει και τη σύνδεσή τους με την αρχαία εποχή και το αντίστοιχο εθιμικό θέατρο των αρχαίων. Η παγανιστική παράδοση των χορευτικών δρώμενων, καθώς και των άλλων τελετουργικών, μαγικοθρησκευτικών χορών πέρασε αλώβητη - ίσως - μέσα από το χριστιανικό βυζάντιο, μέσα από την ισλαμική τουρκοκρατία, και έφτασε ως τις μέρες μας σαν εθιμική εκδήλωση, αλλά και σαν ψυχαγωγική εκτόνωση και καλλιτεχνική έκφραση, κι ας κυνηγήθηκε από πολλούς παράγοντες και από το πέρασμα του χρόνου. Και πρώτα στη βυζαντινή και στην ρωμαϊκή εποχή, από τους πατέρες της εκκλησίας, οι οποίοι είχαν κηρύξει τον πόλεμο κατά του θεάτρου, όπου οι μίμοι και οι ορχηστές χόρευαν κοροϊδεύοντας τους χριστιανούς και τα μυστήρια τους, όπου ακούγονταν εκείνα τα "διαβολικά" ερωτικά τραγούδια, που ταράζουν τους "ευσεβείς ορθόδοξους". Ο ίδιος ο ιωάννης ο χρυσόστομος χαρακτήριζε τους χορούς "διαβολικούς", διότι ο χορός θύμιζε εθνικές ειδωλολατρικές τελετές και εθνικές λατρείες. Αλλά και οι άλλοι πατέρες της εκκλησίας απέτρεπαν τους πιστούς από τα έθιμα που συνέχιζαν την παγανιστική παράδοση και ήταν, κατά τη γνώμη τους, απόβλητα, παρόλο που αυτά ήταν ριζωμένα βαθιά στη λαϊκή ψυχή και τη ζωή και γι’ αυτό τελικά δεν στάθηκε δυνατό να ξεριζωθούν.
Η λέξη μωμό(γ)ερος είναι πιθανό να προέρχεται από τη σύνθεση της λέξης γέρος με τις αρχαίες μώμος (ψόγος, μομφή) ή μίμος, μια που και οι δύο προσιδιάζουν στις σκωπτικές και μιμητικές παραστάσεις τους και θυμίζουν τους αρχαίους μίμους. Οι θίασοι των μωμό(γ)ερων, oι υποδυόμενοι δηλαδή τους διάφορους χαρακτήρες ήταν συνήθως άτομα νεαρής ηλικίας, ανάμεσα στα οποία συγκαταλέγονταν απαραιτήτως και ένας λυράρης. Συγκροτούνταν προσεκτικά και γινόταν ειδική προετοιμασία για τη διεξαγωγή της παράστασης. Στα χωριά την ημέρα, στους μεγάλους οντάδες ή έξω στα δώματα των σπιτιών και στις πόλεις, τη νύχτα, σε πλατείες ή σταυροδρόμια, στηνόταν η παράσταση με αυτοσχέδιες κινήσεις, φράσεις και διάλογους με έντονο το στοιχείο της μουσικής, του τραγουδιού και του χορού.
Τα μέλη του θιάσου ήταν πάντα μασκοφορεμένα και ντυμένα με ρούχα που ταίριαζαν στο ρόλο τους. Στις παραλλαγές των υποθέσεων των μωμό(γ)ερων που ξεπερνούν τις πενήντα, καθώς το έθιμο ήταν απλωμένο σε όλο τον πόντο και το καρς, κύρια πρόσωπα-χαρακτήρες ήταν: ο μωμόγερος, ο αλογάς, η νύφη και ο γαμπρός, ο δίκωλον, ο δάβολον, ο καδής, ο κιζίρης, o ντερβίσης, ο μουχτάρης, ο γιατρός κ.ά. Στις υποθέσεις των παραστάσεων, η λιποθυμία, τραυματισμός θανάσιμος ή και θάνατος και η ανάσταση ή η θεραπεία του βαριά πληγωμένου είναι κύρια στοιχεία που αποκαλύπτουν τον ευετηριακό χαρακτήρα τους.
Στην πρώτη δεκαετία του 20ου αι. όμως ο σκοπός των παραστάσεων φαίνεται να είναι πια κυρίως ψυχαγωγικός. Η θεματολογία του ειδικού αυτού θεάτρου ποίκιλλε ανάλογα με τον τόπο. Το περιεχόμενο των υποθέσεων των μωμό(γ)ερων, κατά κανόνα, είναι κωμικό. Η κωμωδία όμως αυτή παίρνει σε μερικές περιπτώσεις κοινωνικές διαστάσεις και σατιρίζει τη διαφθορά και την αυταρχικότητα των τούρκων, την τυραννική συμπεριφορά τους σε βάρος των απλών, των φτωχών ανθρώπων και των "ραγιάδων". Οι αναφορές, εκτός από έναν κωμικό στόχο, είχαν πάντοτε συγκεκριμένες αιχμές και αποσκοπούσαν εκτός από τη διακωμώδηση να δείξουν και ότι το κακώς κείμενο μπορούσε να στηλιτευτεί.
Η τόσο στενή, οργανική και λειτουργική σύνδεση του χορού με το εθιμικό δρώμενο προδίδει το μαγικοθρησκευτικό, ομοιοπαθητικό μαγικό χαρακτήρα του γιατί οι μωμόγεροι πιστεύουμε ότι έχουν πρωτόγονη, αγροτοποιμενική προέλευση και προχριστιανική καταγωγή, αλλά και οδηγεί γενικά στην υπόθεση ότι οι ποντιακοί χοροί, ή τουλάχιστον μερικοί από αυτούς, έχουν τελετουργική μαγικοθρησκευτική αρχή, όπως άλλωστε και οι περισσότεροι παλιοί χοροί άλλων λαών. Έτσι, κατ’ επέκταση θεωρούμε ότι ο ίδιος ο χορός γενικότερα ως παγανιστικό, κοινωνικό και πολιτιστικό φαινόμενο και κατάλοιπο στην ανθρώπινη ιστορία, που αρχικά, σαν μιμητική μαγική όρχηση, εξυπηρετούσε βιοτικές και μαγικοθρησκευτικές ανάγκες του πρωτόγονου ανθρώπου, αποκολλήθηκε κατοπινά από τη μαγεία και τη θρησκεία, ανεξαρτητοποιήθηκε, εξελίχθηκε σε εθιμικό πολιτιστικό στοιχείο και κατέληξε σε μια διασκεδαστική καλλιτεχνική έκφραση. Στους μωμόγερους ειδικά ο χορός, μαζί με τη μουσική, το τραγούδι και τις επιφωνήσεις, προκαλεί την εντύπωση υποτυπώδους χορικού τραγωδίας ή κωμωδίας, πράγμα που μας δίνει μιαν ιδέα του πώς θα πρέπει να ήταν η προθεσπιστική μορφή των αττικών δραμάτων. Γιατί οι μωμόγεροι είναι στενότερα δεμένοι, από ό,τι οι αρχαίοι χορευτές του κλασικού δράματος, με τα παριστανόμενα: Είναι ταυτόχρονα και υποκριτές με ρόλο, τη μια στιγμή, και χορευτές την άλλη κι αντίστροφα. Μ’ άλλα λόγια, τα ίδια μεταμφιεσμένα πρόσωπα άλλοτε παίζουν θέατρο κι άλλοτε χορεύουν σαν χορευτές τον κοινό χορό, κάποτε μάλιστα μαζί και με τους θεατές. Με χορό λοιπόν αρχίζουν γενικά την παράστασή τους οι μωμόγεροι, σ’ όλες σχεδόν τις πενήντα τόσες παραλλαγές που έχουμε, και με χορό τελειώνουν. Κάποτε ο χορός κρατάει σ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης ή το δρώμενο παίζεται χορευτικά. Με χορό και μουσική εκδηλώνουν τη λύπη τους για το θάνατο, σε νεότερες παραλλαγές, για την αρρώστια του κεντρικού προσώπου, και με χορό και μουσική φανερώνουν τη χαρά τους για την ανάσταση ή θεραπεία του, καθώς και για το γάμο του, σε άλλες παραλλαγές, με τη νύφη.
Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, οι μωμόγεροι ήταν το αποτέλεσμα των ανάλογων γιορτών, που γίνονταν στα βυζαντινά χρόνια. Η ονομασία τους άλλωστε (μώμος = λοιδορία, κοροϊδία) βεβαιώνει και τη σύνδεσή τους με την αρχαία εποχή και το αντίστοιχο εθιμικό θέατρο των αρχαίων. Η παγανιστική παράδοση των χορευτικών δρώμενων, καθώς και των άλλων τελετουργικών, μαγικοθρησκευτικών χορών πέρασε αλώβητη - ίσως - μέσα από το χριστιανικό βυζάντιο, μέσα από την ισλαμική τουρκοκρατία, και έφτασε ως τις μέρες μας σαν εθιμική εκδήλωση, αλλά και σαν ψυχαγωγική εκτόνωση και καλλιτεχνική έκφραση, κι ας κυνηγήθηκε από πολλούς παράγοντες και από το πέρασμα του χρόνου. Και πρώτα στη βυζαντινή και στην ρωμαϊκή εποχή, από τους πατέρες της εκκλησίας, οι οποίοι είχαν κηρύξει τον πόλεμο κατά του θεάτρου, όπου οι μίμοι και οι ορχηστές χόρευαν κοροϊδεύοντας τους χριστιανούς και τα μυστήρια τους, όπου ακούγονταν εκείνα τα "διαβολικά" ερωτικά τραγούδια, που ταράζουν τους "ευσεβείς ορθόδοξους". Ο ίδιος ο ιωάννης ο χρυσόστομος χαρακτήριζε τους χορούς "διαβολικούς", διότι ο χορός θύμιζε εθνικές ειδωλολατρικές τελετές και εθνικές λατρείες. Αλλά και οι άλλοι πατέρες της εκκλησίας απέτρεπαν τους πιστούς από τα έθιμα που συνέχιζαν την παγανιστική παράδοση και ήταν, κατά τη γνώμη τους, απόβλητα, παρόλο που αυτά ήταν ριζωμένα βαθιά στη λαϊκή ψυχή και τη ζωή και γι’ αυτό τελικά δεν στάθηκε δυνατό να ξεριζωθούν.
Η λέξη μωμό(γ)ερος είναι πιθανό να προέρχεται από τη σύνθεση της λέξης γέρος με τις αρχαίες μώμος (ψόγος, μομφή) ή μίμος, μια που και οι δύο προσιδιάζουν στις σκωπτικές και μιμητικές παραστάσεις τους και θυμίζουν τους αρχαίους μίμους. Οι θίασοι των μωμό(γ)ερων, oι υποδυόμενοι δηλαδή τους διάφορους χαρακτήρες ήταν συνήθως άτομα νεαρής ηλικίας, ανάμεσα στα οποία συγκαταλέγονταν απαραιτήτως και ένας λυράρης. Συγκροτούνταν προσεκτικά και γινόταν ειδική προετοιμασία για τη διεξαγωγή της παράστασης. Στα χωριά την ημέρα, στους μεγάλους οντάδες ή έξω στα δώματα των σπιτιών και στις πόλεις, τη νύχτα, σε πλατείες ή σταυροδρόμια, στηνόταν η παράσταση με αυτοσχέδιες κινήσεις, φράσεις και διάλογους με έντονο το στοιχείο της μουσικής, του τραγουδιού και του χορού.
Τα μέλη του θιάσου ήταν πάντα μασκοφορεμένα και ντυμένα με ρούχα που ταίριαζαν στο ρόλο τους. Στις παραλλαγές των υποθέσεων των μωμό(γ)ερων που ξεπερνούν τις πενήντα, καθώς το έθιμο ήταν απλωμένο σε όλο τον πόντο και το καρς, κύρια πρόσωπα-χαρακτήρες ήταν: ο μωμόγερος, ο αλογάς, η νύφη και ο γαμπρός, ο δίκωλον, ο δάβολον, ο καδής, ο κιζίρης, o ντερβίσης, ο μουχτάρης, ο γιατρός κ.ά. Στις υποθέσεις των παραστάσεων, η λιποθυμία, τραυματισμός θανάσιμος ή και θάνατος και η ανάσταση ή η θεραπεία του βαριά πληγωμένου είναι κύρια στοιχεία που αποκαλύπτουν τον ευετηριακό χαρακτήρα τους.
Στην πρώτη δεκαετία του 20ου αι. όμως ο σκοπός των παραστάσεων φαίνεται να είναι πια κυρίως ψυχαγωγικός. Η θεματολογία του ειδικού αυτού θεάτρου ποίκιλλε ανάλογα με τον τόπο. Το περιεχόμενο των υποθέσεων των μωμό(γ)ερων, κατά κανόνα, είναι κωμικό. Η κωμωδία όμως αυτή παίρνει σε μερικές περιπτώσεις κοινωνικές διαστάσεις και σατιρίζει τη διαφθορά και την αυταρχικότητα των τούρκων, την τυραννική συμπεριφορά τους σε βάρος των απλών, των φτωχών ανθρώπων και των "ραγιάδων". Οι αναφορές, εκτός από έναν κωμικό στόχο, είχαν πάντοτε συγκεκριμένες αιχμές και αποσκοπούσαν εκτός από τη διακωμώδηση να δείξουν και ότι το κακώς κείμενο μπορούσε να στηλιτευτεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου