ΣΤΟ ΠΑΓΚΡΑΤΙ, ΣΤΟ ΥΠΟΓΕΙΟ ΣΤΟΥΝΤΙΟ THE LIGHT FACTORY, Ο XAVIER ΜΕ ΤΑ ΙΔΙΟΤΥΠΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΛΕΣΜΕΝΟΙ ΜΑΣ ΣΕ ΜΕΓΑΛΑ ΚΕΦΙΑ. ΕΓΩ ΑΠΟ ΜΑΚΡΙΑ ΝΑ ΑΠΟΛΑΜΒΑΝΩ ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ.
ΕΠΕΙΤΑ ΑΠΟ ΚΑΝΑ-ΔΥΟ ΩΡΕΣ ΚΑΙ, ΕΝΩ Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΕΙΧΕ ΟΛΟΚΛΗΡΩΘΕΙ, ΠΗΡΑΜΕ ΤΟ ΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗΣ ΜΕ ΔΥΟ ΦΟΡΗΤΑ ΚΑΣΕΤΟΦΩΝΑΚΙΑ ΣΕ ΘΕΣΗ PLAY.
Κύριε Ρασούλη, θέλω να ξεκινήσω από εσάς. Είστε θρησκευόμενος; Ρωτώ, παίρνοντας αφορμή από τα τραγούδια σας, αφού σε αυτά διακρίνονται αναφορές στον Βούδα, στον Χριστό, στις Πύλες του Παραδείσου, στον Κάιν.
Μ.Ρ.: Έχω αναφορές όμως και σε πολλά αμάξια: ντεσεβό, μερσεντές, διάφορες μάρκες. Όχι φυσικά για να κάνω γκρίζα διαφήμιση, αλλά επειδή μου αρέσουν ως σχήματα. Το λέω αυτό για να δημιουργήσω αντιπερισπασμό, για να μη χαθούμε σε καμιά μεταφυσίκλα, τάχα ότι προέρχομαι από σκοτεινά μονοπάτια. Είμαι παιδί των Εξαρχείων, της Κυψέλης και ό,τι αναζητούσα τότε, όταν σπούδαζα σκηνοθέτης, αναζητώ και τώρα: το επέκεινα. Αναζητούσα τις μορφές, τις φόρμες, αλλά πάντα είχα την αίσθηση της ύπαρξης του παραπέρα. Υπάρχουν τρεις κατηγορίες: οι θεϊστές, που πιστεύουν στον Θεό' οι άθεοι, που δεν πιστεύουν' οι ένθεοι, οι οποίοι είναι ένα είδος γνώθι σαυτόν, ευ ζην. Εγώ έχω περάσει από όλες τις φάσεις. Νομίζω ότι τώρα βρίσκομαι στην τρίτη. Δηλαδή, στην αυτοπαρατήρηση. Όταν αυτοπαρατηρείσαι συνέχεια αντιλαμβάνεσαι κάποιες αρμονίες στο μέσα σε σχέση με το έξω. Και το αποτέλεσμα είναι περιγράψιμο. Κι εγώ σ' αγαπώ γαμώ τον Χριστό μου. Ο Τζίμης Πανούσης ποιο επίθετο πιστεύει ότι θα ταίριαζε στον τρόπο που αντιμετώπισε τον Χριστό στην πρώτη δισκογραφική εμφάνισή του;
Τ.Π.: Ερωτικός, βαθιά ερωτικός. Θα έλεγα ότι είμαι ένας μεταφυσικός μπανιστιρτζής: παρατηρώ τους άλλους γύρω μου και μέσα από αυτό παρατηρώ και τον εαυτό μου.
Αισθάνεστε Έλληνες;
Τ.Π.: Μακριά από εμέ το έθνος. Είναι μια ιδεοληψία. Μια πρόσφατη επινόηση του 18ου αιώνα. Δεν είμαι Έλληνας ούτε ολυμπιακός. Βέβαια, για τις δημόσιες σχέσεις της καθημερινότητας αναγκάζεσαι να γίνεις και λίγο Έλληνας και λίγο ολυμπιακός και λίγο κομμουνιστής.
Μ.Ρ.: Εγώ, κατ' αρχήν είμαι Κρητικός. πιστεύω όμως ότι ο Έλληνας είναι βαρύς τίτλος, τον οποίο καθένας πρέπει να κερδίζει καθημερινά, δηλαδή, όταν λέω Έλληνας μού έρχεται στο μυαλό ο Δημόκριτος και τέτοιοι τύποι που αποτέλεσαν κορυφαίες στιγμές στην προσπάθειά μας να παραγάγουμε συνείδηση υψηλού επιπέδου. Θα προτιμούσα να κατασκευάσουμε έναν τίτλο που η έμπνευσή του να ξεκινά από τον Ζορμπά.
Πού βρίσκεται άραγε η δύναμη στον άνθρωπο;
Μ.Ρ.: Η δύναμη στον άνθρωπο βρίσκεται στο πορτοφόλι, όπως είπε ο Μαρξ. Η δύναμη είναι σαν ένα κομμάτι μάρμαρο Πεντέλης που προσπαθούμε να μετατρέψουμε σε ιδέα. Η γνώση έχει διυλισμένη δύναμη μέσα της. δεν είναι η ίδια δύναμη.
Δηλαδή, ένας πνευματικός άνθρωπος δεν μπορεί να είναι δυνατότερος από κάποιον με χοντρό πορτοφόλι;
Μ.Ρ.: Μια ενδιαφέρουσα συζήτηση. Πώς ιεραρχούμε, για παράδειγμα, έναν τύπο πνευματικό αλλά κλοσάρ και έναν απλώς πλούσιο; Όλα αυτά είναι ζωντανά μέσα στο γίγνεσθαι κάθε ημέρα' όμως πρέπει να τα επαναπροσδιορίζουμε. Γιατί οι έσχατοι έσονται πρώτοι. Ένας κλοσάρ μπορεί να είναι άνθρωπος-ελέφαντας μπροστά σε ένα χάφτα λογιστή. Ο Διογένης καθόταν σε ένα πιθάρι και είπε τρεις κουβέντες που μας οροθέτησαν.
Αν δεν είχε κανέναν όμως γύρω του να επικοινωνήσει, αν δεν του έδινε κανείς σημασία, δεν θα υπήρχε. Θέλω να πω ότι πιστεύω πως δύναμη είναι ο τρόπος με τον οποίο εγκάθεσαι σε έναν κύκλο και τον ορίζεις, τον ελέγχεις.
Μ.Ρ.: Υπάρχει όμως και ο στυλίτης που δεν είχε κανέναν. Εκτός αν έκανε one man show για πάρτη του.
Και αυτός όμως προσδιόρισε το χώρο του.
Τ.Π.: Κι έκανε styling μόνος του.
Ο σύγχρονος καλλιτέχνης είναι άνθρωπος με δύναμη; Αν ναι, πού την προσδιορίζετε;
Μ.Ρ.: Είναι η δύναμη της επικοινωνίας. Ο σκοπός της όμως δεν πρέπει να είναι η συσσώρευση υλικού πλούτου και δόξας.
Τ.Π.: Η δύναμη αυτή, από την άλλη, σε βάζει σε μεγάλο άγχος και σε ρόλους δυσβάσταχτους. Πρέπει να εκφράσεις κάποιους, ενώ δεν έχεις πάντα αυτή τη διάθεση.
Μ.Ρ.: Η φύση της καλλιτεχνίας είναι να αντιπαρατίθεται. Η φύση της τέχνης ταυτίζεται με τον Γλάρο Ιωνάθαν που ήθελε να πετάξει στον δικό του ουρανό. Μιλάμε δηλαδή από τη μια για το τσόφλι του αβγού, που είναι το κράτος και που αποτελεί συνήθως εμπόδιο και, από την άλλη, για το ένστικτο του Γλάρου Ιωνάθαν, που σπρώχνει να σπάσει το τσόφλι και να βγει έξω. Αυτό υπαινισσόμαστε εμείς με την τέχνη μας: ότι κάποία στιγμή πρέπει να καταργηθεί, να απελευθερωθεί και το ίδιο, για να προσδιορίσει ότι έχει παίξει το ρόλο του, ότι ήταν ένα ιστορικό αναπόφευκτο, αλλά ότι πρέπει να φύγει, να μείνει πάλι η αλήθεια γυμνή και το ον μέσα ελεύθερο από το πλαίσιο όπου μέχρι τώρα έπρεπε να ζει. Να ξαναβρεθεί στην ελευθερία, στον Κήπο της Εδέμ, πιο υπαρξιακό, πιο ολοκληρωμένο, πιο κοντά στον κύκλο.
Μη μου πείτε τώρα ότι αυτό το τσόφλι έβλεπε και η 17 Νοέμβρη;
Τ.Π.: Δεν μιλάς, φαντάζομαι, για τη 17 Νοέμβρη της τρομοκρατίας, αλλά της τραγουδοποιίας. Εξάλλου ο Χριστόδουλος Ξηρός έπαιξε και πρώτη μούρη στο βιντεοκλίπ του Ρασούλη.
Μ.Ρ.: Θα ήταν ενδιαφέρον, πάντως, να βάζαμε τους δύο Χριστόδουλους, τον Ξηρό και τον Αρχιεπίσκοπο, σε ένα δωμάτιο.
Τ.Π.: Δύσκολο, γιατί άκουσα ότι του έκανε μήνυση ο Αρχιεπίσκοπος του Ξηρού, να μη χρησιμοποιείτο όνομα.
Μ.Ρ.: Ο καλλιτέχνης δεν είναι πάνσοφος ούτε το τραγούδι λύτρωση. Ο κόσμος έχει ανάγκη από ένα μοντέλο, έναν αρχηγό. Έχει δίκιο ο Τζιμάκος .Όταν αποφασίσεις να βγεις μπροστά και να επωμιστείς την πέτρα του Σισύφου είναι πολύ σκληρό. Και ο Χριστός στον Κήπο της Γεσθημανής είπε: «Απελθέτω από εμέ το ποτήριον τούτο».
Την πιστεύεις αυτή την ιστορία;
Μ.Ρ.: Την πιστεύω, εφόσον την έγραψαν κάποιοι συνάδελφοί μου, άριστοι τεχνίτες του λόγου. Κοίτα πώς την πάτησε τώρα ο Χριστός. Πήρε τρεις μαθητές του, δήθεν για να του κρατούν συντροφιά, τους ζήτησε να μην κοιμηθούν και αυτοί σε τρία λεπτά ροχάλιζαν. Ο Χριστός, που ήταν τουλάχιστον διορατικός, δεν το ήξερε; Αφού σε άλλες στιγμές το απέδειξε. Είπε σε ένα μαθητή: «Πήγαινε εκεί, θα δεις ένα γάιδαρο κ.λπ.». Και έτσι έγινε. Εκεί είπε και το περίφημο «απελθέτω». Ο Κακαουνάκης φυσικά δεν ήταν παρών, αλλά η συγγραφή είναι υψηλή.
Πώς αντιμετωπίζετε την περιπέτεια της ψυχής;
Μ.Ρ.: Υπάρχει αυτό που ζούμε και αυτό που δεν ζούμε. Δεν μπορώ βέβαια να σου περιγράψω κάτι έξω από το επίπεδο των εμπειριών των πέντε αισθήσεών μου.
Κάποτε τελειώνουμε;
Μ.Ρ.: Όχι, δεν πιστεύω ότι τελειώνουμε. Όχι βέβαια ότι εγώ θα συνεχίσω ως εγώ και τέτοια. Σε σχέση με το υπερεγώ του κόσμου κάτι γίνεται και εγώ, ως σταγόνα στον ωκεανό, απελευθερώνομαι και συνδέομαι ξανά πέραν του πεπερασμένου μου. Καθέναν από εμάς διέπει μια απολυτότητα. Αυτή γεννά και τον δομημένο κόσμο. Πιστεύω ότι τίποτε δεν σταματά. Δεν υπάρχει κανένα κενό στο σύμπαν. Ζούμε σε ένα αιώνιο παρόν. Ο κόσμος δεν γεννήθηκε, ούτε τον φτιάξαμε. υπήρχε πάντα. Μέσα στα τραγούδια μας και στη συμπεριφορά μας όλα αυτά αναπαράγουμε. Παρεμβαίνει βέβαια το στυλιζαρισμένο κατεστημένο και μάς λέει: «Ώπα, παιδιά, εδώ έχουμε ένα συγκεκριμένο τύπο και αυτόν πρέπει να εκφράσετε». Εκεί συγκρουόμαστε εμείς. Τα τελευταία είκοσι χρόνια υπάρχει μια πρέσα που βγάζει τα ίδια: η τηλεόραση που παράγει τη φιλοσοφία της μετριότητας, ο πολιτισμός της μαζικής παραγωγής. Εμείς τώρα, μέσα σε αυτή την πραγματικότητα, πρέπει να ψηλαφήσουμε την αλήθεια. Η χώρα αυτή, που γέννησε τον τρόπο με τον οποίο πλησιάζεις την αλήθεια χωρίς να παθαίνεις εγκαύματα, στέλνει τον Τζιμάκο στα δικαστήρια. Οι δικαστές δεν έχουν κανένα δικαίωμα να κρίνουν και να ελέγχουν τον τρόπο με τον οποίο παρεμβαίνουν οι καλλιτέχνες. Δεν μπορούν να μάς οδηγούν στο ψυχρό κενοτάφιο, σε μια καρέκλα. και επάνω ψηλά ο δικαστής. Δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν σήμερα κάποιοι άνθρωποι εκεί έξω που αναγνωρίζουν σε εμάς τους δύο ότι το μοναδικό κοινό σημείο μας είναι οι περιπέτειες που είχαμε με τον Γιώργο Νταλάρα στα δικαστήρια.
T.Π.: Τη στιγμή μάλιστα που υπάρχει δικαστήριο για εμάς: το κοινό, που κάθε μέρα σε κρίνει και μάλιστα αυστηρά.
Μ.Ρ.: Είναι δυνατόν να καθόμαστε στο σκαμνί και οι δικαστές τρία μέτρα ψηλότερα; Αυτό είναι μουσουλμανική κατασκευή, για να αισθάνεται ο κατηγορούμενος κομπλεξικός. Έστειλα ένα γράμμα στον Δικηγορικό Σύλλογο, δηλώνοντας ότι αυτή η σχέση πρέπει να τελειώνει. Δεν είναι δυνατόν να μας δικάζουν. Η καλλιτεχνία είναι ιερή, όταν κάνεις τη δουλειά σου με βάθος και συνέπεια. Και το ντεκόρ του δικαστηρίου είναι άθλιο και φασιστικό.
T.Π.: Εντάξει, στην αρχή είναι κάπως ενδιαφέρον, αλλά μετά γίνεται κουραστικό.
Μήπως μέσα από όλον αυτό το θόρυβο -λένε κάποιοι- διαφημίζεστε;
T.Π.: Κακοήθειες.
Μ.Ρ.: Ό,τι πιο άθλιο είναι να πηγαίνεις δικαστήριο.
Έχετε κάνει φυλακή;
Μ.Ρ., T.Π.: (Σε τέλεια διφωνία) Όχι, είμαστε των κρατητηρίων.
Τ.Π.:Αν και εγώ φυλακισμένος αισθάνομαι. Δεν βλέπω διαφορά με τους λεγόμενους μέσα ή έξω. Απλώς, εμείς έχουμε περισσότερες ώρες προαυλισμού.
Μ.Ρ.: Όταν ήμασταν πιτσιρικάδες και παίζαμε ποδόσφαιρο, ήμασταν ταυτόχρονα και διαιτητές. έτσι, επικρατούσε απόλυτη δικαιοσύνη.
Εμένα κόντεψαν να με πνίξουν. Δεν έφερα τον Σαββόπουλο για μάρτυρα από τακτ στην πρώτη δίκη και, έτσι, αθώωσαν τον ακατανόμαστο κατηγορούμενο λόγω αμφιβολιών. Τον έφερα όμως στη δεύτερη δίκη ως μάρτυρα για την απόπειρα, αλλά δεν τον έλαβαν υπόψη τους οι δικαστές. Εγώ κατήγγειλα απόπειρα δολοφονίας και αυτοί με έγραψαν. και μάλιστα οι περισσότεροι στράφηκαν εναντίον μου. Βλέπεις, εμείς έχουμε γένια, δεν είμαστε ξυρισμένοι, αλφαδιασμένοι. Είμαστε θυμόσοφοι, καταλύτες. και, αν δεν το καταλάβουν, θα γίνουμε ακόμη πιο επικίνδυνοι. Το ζήτημα δεν είμαι εγώ ή ο Τζιμάκος, αλλά αυτό που εκπροσωπούμε. Αυτοί οι τύποι, οι σοβαροφανείς με τα κοστούμια, οδηγούν τον πλανήτη στην καταστροφή και εμείς ειδοποιούμε: παιδιά δεν πάμε καλά. Πώς αισθάνεστε γι' αυτά που έχετε δώσει μέχρι τώρα;
Τ.Π.: Εγώ βαθύτατα συγκινημένος. Όχι, δεν κάνω απολογισμούς. γενικά δεν κρατάω βιβλία.
Μ.Ρ.: Κοίτα, έχουμε άγχος και αγωνία. Όσο χτίζεις τόσο αγωνιάς για τις κορυφαίες στιγμές. Έχουμε και χαρές και λύπες.
Ο Μανώλης Ρασούλης, όταν μάς προέκυψε, εκτός από καλός τραγουδιστής, ήταν ένας στιχουργός ο οποίος είχε συσσωρευμένα στοιχεία από την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού, προσδίδοντάς τους όμως αυστηρά δικούς του κώδικες. ώστε να προκύψει αναγνωρίσιμο ύφος προσωπικού χαρακτήρα. Ο Τζίμης, από την άλλη, όταν μάς προέκυψε, ήταν πραγματικά κάτι αιρετικό, αλλιώτικο για τα δεδομένα εκείνης της εποχής. Και οι δύο είχατε ως νέες προτάσεις έντονα το στοιχείο της ανατρεπτικότητας. Μήπως όμως και εσείς πλέον γίνατε κατεστημένο; Γιατί δεν επιχειρείτε την ανατροπή της ανατροπής σας;
T.Π.: Δεν με ενδιαφέρει καθόλου να ανατρέψω τον εαυτό μου και νομίζω ότι παρασύρεσαι σε μια εκσυγχρονιστική αντίληψη -την οποία σιχαίνομαι -που λέει ότι πρέπει να παρουσιάζουμε σώνει και ντε κάτι καινούργιο. Κάνουμε κάτι. το κάναμε και θα το κάνουμε το ίδιο. Τώρα, αν αυτό είναι καλό ή άσχημο το κρίνει ο κόσμος. Εγώ έχω κάνει μία παράσταση, έχω γράψει ένα τραγούδι και αυτό προσπαθώ να εξελίξω όσο πιο καλά μπορώ. Νομίζω πως ο καθένας ένα πράγμα κάνει. Και αν δεις παλαιότερους συνάδέλφους καλλιτέχνες, ένα πράγμα έκαναν.
Μήπως έχεις αδικήσει ένα μέρος της καλλιτεχνικής έκφρασής σου, επειδή ακριβώς δίνεις περισσότερο βάρος στη σκηνική παρουσία σου; Επειδή μάς έχεις αποδείξει ότι μπορείς να γράφεις σημαντικά τραγούδια, έξω και πέραν της στερεότυπης εικόνας σου.
Τ.Π.:Δεν μπορώ να δω ξαφνικά τον εαυτό μου ως συνθέτη. Φτιάχνω κάτι, το χαλάω, το ξαναφτιάχνω κ.λπ. Δεν με ενδιαφέρει να κάνω ή να παρουσιάσω κάτι άλλο. Μου αρέσει αυτό που είμαι. Όταν βρίσκομαι μέσα στον κόσμο, αυτό που με νοιάζει κυρίως είναι να περνάμε όλοι καλά.
Τζίμη, μπορείς να φανταστείς την επόμενη παράστασή σου δίχως αναφορά στη 17 Νοέμβρη;
T.Π.: Αστειεύεσαι! Αυτό είναι το επόμενο project μου. Πάντως, εγώ θέλω να καταθέσω ότι είμαι υπέρ της ένοπλης άμυνας.
Μ.Ρ.: Εγώ, επειδή έχω διαπιστώσει ένα ρεύμα, μάλιστα γυναικείο, υπέρ του Βασίλη Ξηρού, έχω γράψει ένα τραγούδι γι' αυτόν. Ο Χάρης Παπαδόπουλος υπογράφει τη μουσική. Όπως ξέρετε, έχω κατηγορηθεί κιόλας, επειδή σε κάποια προκήρυξη της 1? Νοέμβρη υπάρχει μια φράση από ένα βιβλίο μου. Ο Ντάνος Κρυστάλλης έλεγε ότι η Ασφάλεια είχε στοιχεία εναντίον μου και ο Τσεβάς με είχε στο υπόμνημά του, με βάση το οποίο κάλεσε τον Βότση και, μεταξύ άλλων, του ανέφερε το όνομά μου. Τώρα που είδαν και τον Χριστόδουλο να παίζει στο βιντεοκλίπ μου, όλα συγκλίνουν στο γεγονός ότι κάτι παίζεται.
T.Π.: Μόλις δέσει λοιπόν, Μανώλη, τα στοιχεία η Αντιτρομοκρατική... Έχω και άλλο φίλο μου που κατηγόρησαν.
Κύριε, Πανούση, Θα μπορούσατε να είστε μέλος της 17 Νοέμβρη;
T.Π.: Αρχηγός μόνο. Πάντως, να πούμε στους αναγνώστες ότι πριν από τη συνέντευξη βγάλαμε τον οπλισμό μας και τον αφήσαμε στο τραπέζι.
Μ.Ρ.: Λοιπόν παιδιά, ας σοβαρευτούμε και ας συμφωνήσουμε ότι η 17 Νοέμβρη δεν θα μπορούσε να γεννηθεί στη Λαμία, παρά μόνο στην Αθήνα. Τι είναι η Αθήνα; Ένα έκτρωμα. Μη μας διαφεύγει ότι η γιάφκα της Πάτμου βρίσκεται στην Κυψέλη, στη δεύτερη πιο πυκνοκατοικημένη περιοχή στον κόσμο, μετά το Χονγκ Κονγκ.
Πριν από τρία χρόνια (απευθύνομαι στον Τζίμη Πανούση) είχες γράψει ένα τραγούδι για τη 17 Νοέμβρη. Γιατί δεν το ηχογραφείς και το περιορίζεις μόνο στις ζωντανές εμφανίσεις σου; Να το θυμηθούμε λίγο;
T.Π.: Πέφτει το κόκκινο αστέρι / κάνω ευχή για να μου φέρει
γροθιά του '60 στο ένα χέρι / και στ' άλλο δίκοπο μαχαίρι.
Να 'ρθει η αγάπη μου η πρώτη / να μαχαιρώσει τον προδότη,
τον φιλελεύθερο ιππότη / τον Γιάπη τον Ισκαριώτη.
Αυτό είναι το πρώτο κουπλέ αλλά το ρεφρέν του λέει:
Η κόκα κόλα είναι φόλα / κι εμείς σκυλιά σε τροχοφόρα,
στην εθνική, στην κατηφόρα / μετωπική θανατηφόρα.
Ναι, και τώρα που είμαι ελεύθερος θα το εκδώσω.
Τι εννοείς;
Τ.Π.: Είχα ένα πρόβλημα με την εταιρεία. και εγώ όπως κι ο Καζαντζίδης. Ο χώρος των δισκογραφικών είναι παράρτημα πολυεθνικών εταιρειών, που δεν έχουν καμία σχέση με τη μουσική ή την τέχνη. Με τον ίδιο τρόπο θα πούλαγαν παπούτσια ή έπιπλα. Αυτό είναι το πλαίσιο και διαφωνίες υπάρχουν συνεχώς, οι οποίες, κάποιες φορές, μπορεί να οδηγούν σε αδιέξοδο.
Έχετε ποτέ λογοκριθεί από δισκογραφικές εταιρείες με τις οποίες κατά καιρούς συνεργαστήκατε;
Μ.Ρ.: Όχι ακριβώς. Εμένα, ας πούμε, στα τραγούδια μου με τη Χαρούλα και τον Λοίζο - στο Τίποτα δεν πάει χαμένο και Την όγδοη μέρα ο Θεός έκανε και τον μπαγλαμά - επιχειρήθηκε λογοκρισία. Το μεν πρώτο, επειδή ήταν αριστερό. αλλά με την επιμονή του Λοίζου και του Αχιλλέα Θεοφίλου, που είναι της ορθόδοξης ευρύτερης Αριστεράς, πέρασε και δεν μετετράπη σε ερωτικό, όπως ήθελαν. Το δεύτερο, του Μάτσα, ως Εβραίου, τού άρεσε η αναφορά στην Παλαιά Διαθήκη και το πέρασε, ενώ διαφωνούσαν οι παράγοντές του.
Αλήθεια, γιατί τα τραγούδια σας, κύριε Ρασούλη, έχουν τόσες αναφορές στην Παλαιά Διαθήκη;
Μ.Ρ.: Αφού όλα αυτά είναι μέσα στο αίμα μας. Μετά, όμως, έβγαλα το Πότε Βούδας πότε Κούδας πότε Ιησούς κι Ιούδας και με είπανε σατανιστή. Τα αγαπάμε όλα αυτά, τα παίρνουμε, τα επεξεργαζόμαστε, τα ενσωματώνουμε στη δραματουργία μας, τα αναπλάθουμε μέσα στο όραμά μας. Αλίμονο αν φτιάχναμε μόνο τραγούδια ρουτίνας.
Καλλιτέχνης και πλούσιος. Πώς σας ακούγεται;
Μ.Ρ.: Αυτά τα περί φτωχού καλλιτέχνη βολεύουν αφάνταστα όσους εκμεταλλεύονται το έργο του. Από την άλλη, είναι τραγελαφικό να είναι ένας καλλιτέχνης ήδη πλούσιος και να αμείβεται με δισεκατομμύρια δολάρια. Δεν μού κάθεται καλά να είναι ο Τζάκερ ο δεύτερος πλουσιότερος Βρετανός.
Τ.Π.: Ο Μπάουι, που έγινε και μετοχή;
Μ.Ρ.: Βέβαια, θα ήθελα τα πράγματα να είναι έτσι, ώστε να ισχύει το «δωρεάν λάβετε, δωρεάν δώστε». Χαλάω τη σούπα βέβαια με αυτό που λέω, αλλά έτσι είναι.
Θα δίνατε μέρος της δουλειάς σας σε εταιρεία, προκειμένου να διαφημίσει κάποιο προϊόν της;
Μ.Ρ.: Μάς είχαν ζητήσει-εμένα και του Χρήστου Νικολόπουλου -να ακουστεί το τραγούδι Οι νταλίκες σε μια διαφήμιση για τροχούς. Φυσικά αρνήθηκα και ας ήταν πολλά τα λεφτά. Αν μου πρότειναν να γράψω ένα τραγούδι για μια διαφήμιση, μπορεί και να το έκανα. όπως ο Μάνος Λοίζος συνέθεσε Το σήμερα τα μακαρόνια είναι Κορόνα και το τραγούδησε η Μαρία Δημητριάδη.
T.Π.: Πάντως, αλήθεια είναι ότι και εγώ και ο Μανώλης δεν θα κάναμε ποτέ κάτι μόνο για να πάρουμε λεφτά.
Υπάρχει τραγουδιστής, ο οποίος, ακούγοντάς τον και μόνο, θα μπορούσε να σας βγάλει από μια στενάχωρη στιγμή;
Μ.Ρ.: Από τις δύσκολες στιγμές με βγάζουν συχνά ο Καζαντζίδης αλλά και οι Beatles. Τους ακούς και λες: «Η ζωή αξίζει». Πέρα από το μελό του Καζαντζίδη, τον ακούω και στανιάρω. Η φωνή του είναι ένα μικρό θαύμα. Παρεμπιπτόντως, θα ήθελα να προτείνω ένας κεντρικός δρόμος στη Νέα Ιωνία να ονομαστεί Στέλιου Καζαντζίδη. Ήταν ένα πολιτιστικό ρεύμα ο ίδιος και στο πρόσωπο του εκφραζόταν και εκφράζεται ο μέσος και ο χύμα Έλληνας. Η φωνή του έχει διαχρονικότητα. και αν δεν το δει έτσι κάποιος είναι ή ύποπτος ή χάφτας, όπως ο Γιαννόπουλος, που έτρεχε στον Πανταζή με το σουτιέν στη μούρη, και ο Σκανδαλίδης, που το πρωί έκανε συμπόσιο για τον Πλούταρχο τον αρχαίο και το βράδυ, με όλους τους παρατρεχάμενους, ξεσάλωνε με τον νέο.
T.Π.: Απορώ πώς θα πάμε στο 2004 χωρίς να ξέρουμε πού παν τα τέσσερα.
Μ.Ρ.: Θα σου πω πώς. Πήγα πριν από τρία χρόνια στον υπουργό, τον Βενιζέλο, να του ζητήσω να μου δώσει δέκα συναυλίες, όπως είχε πράξει η Μερκούρη πριν από δεκαεπτά χρόνια, χωρίς να της το ζητήσω. Μου λέει: «Ποιος είστε; Κάντε το μου γραπτά και θα σας απαντήσω». Δεν μου απάντησε ποτέ. Φέρθηκε κυνικά ως ιδιοκτήτης υπουργείου. Η Ελλάδα έχει ανεπάρκεια. Παλαιότερα, όλη αυτή η γενιά του '30 είχε χάρη, όραμα, το οποίο μάλιστα, τη δεκαετία του '60, πούλησαν παγκόσμια. Σήμερα, προσπαθούν να πουλήσουν τη Βίσση που πάει στο Μπάκινχαμ και τη Βανδή στο Μονακό, όπου τη βραβεύει ο πρίγκιπας, γιατί πούλησε πολλούς δίσκους στην Ελλάδα. (γέλια)
Αν η Πολιτιστική Ολυμπιάδα σάς καλούσε σε συνεργασία με τον Νταλάρα;
Μ.Ρ.: Αστειεύεσαι! Ανέκδοτο.
T.Π.: Θέαμα ακατάλληλο και για ενηλίκους.
Περιοδικό Δίφωνο τεύχος 86 - Νοέμβριος 2002
του Μιχάλη Κουμπιού
φωτογραφίες: Xavier Hallauer